Κεφάλαιο 21

1.9K 178 7
                                    

Κάθε φορά που την βλέπω θυμάμαι τα λόγια του πατέρα μου...
«Μπαμπά... εσυ είσαι ερωτευμένος με την μαμα;» Τον είχα ρωτήσει μικρός όταν με είχε στα χέρια του και μου έλεγε ιστορίες για το πως γνώρισε την μάνα μου.
«Ναι αγόρι μου είμαι.... η μάνα σου είναι η μοναδική γυναίκα που ερωτεύτηκα» μου έλεγε και εγώ παρόλο που ήμουν μόνο εξιχρονων και δεν καταλάβαινα πολλά συνέχισα να ρωτάω.
«Και πως καταλαβαίνεις ότι είσαι ερωτευμένος;» Ρώτησα με την παιδική μου αθωότητα τότε και ο πατέρας μου γέλασε.
«Είσαι πολύ μικρός ακόμα γιε μου... θα περάσουν πολλές γυναίκες από την ζωή σου για αυτό να είσαι σίγουρος μπορεί εσυ με όλες να λες ότι είσαι ερωτευμένος αλλά όταν θα βρεις αυτή την μια και μοναδική τότε θα καταλάβεις πως είναι ο έρωτας... όταν δεν θα κοιμάσαι τα βραδια όταν θα την σκέφτεσαι συνέχεια όταν θα μετράς τις ώρες για να την ξανά δεις τότε και μόνο τότε θα δεις ξαι θα καταλάβεις πως είναι ο έρωτας»
Ο έρωτας είναι σαν μια βαριά ασθένεια που σε πονάει αν δεν πάρεις τα απαραίτητα φάρμακα. Εγώ χρειαζόμουν μόνο να την βλέπω για να νιώθω καλά. Μετρούσα όχι μόνο τις ώρες αλλά και τα λεπτά μέχρι να βρεθώ κοντά της και προσευχομουν που ξέχασε αυτή την ταυτότητα στα χέρια μου γιατί μου δόθηκε μια καλή αφορμή για να την ξανά δω. Ήταν τόσο όμορφη όσο και την πρώτη φορά που την είδα... Χτύπησα την πόρτα της και μόνο όταν άκουσα την φωνή της μπήκα μέσα. Τα σγουρά μαλλιά της αυτή την φορά ήταν πιασμένα κότσο και φορούσε και την ιατρική της στολή. Όμως τα πράσινα μάτια ξεχώρισαν και γυάλιζαν από το φως που έμπαινε από το παράθυρο.
«Καλημέρα σας.... συγγνώμη για την ενόχληση θα μπορούσα να σας απασχολησω για λίγο δεσποινίς Ιωάννου;» Είπε και προσπάθησα να έχω σταθερή την φωνή μου.
«Και δεν την απασχολεις» είπε η άλλη γυναίκα που βρισκόταν στον χώρο η οποία είχε καρφώσει τα μάτια πάνω μου «εγώ έτσι και αλλιώς έφευγα.... Λυδια κανόνισε αυτό που είπαμε» συνέχισε η κοπέλα και με αργά βήματα βγήκε από το γραφείο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
«Σας ξέρω από κάπου;» Με ρώτησε εκείνη ενώ μου έκανε νόημα να καθίσω σε μια από τις καρέκλες.
«Αστυνόμος Χάρης Νικολάου» της είπα δείχνοντας της το σήμα μου «είχατε την τύχη με συναντήσετε δυο μέρες πριν όταν είχατε εκείνο το μικρό ατύχημα»συνέχισα.
Για μια στιγμή με κοίταξε χωρις να πει κάτι.
«Κύριε αστυνόμε βλέπω ότι δεν χάσατε ευκαιρία αφού δεν ήρθα εγώ στο τμήμα ήρθατε εσείς να βρείτε εμένα» είπε και μετά γέλασε ελαφρώς.
«Αν δεν πάει ο μωαμεθ στο βουνό πάει το βουνό στον μωαμεθ..., αλλά δεν ήρθα για τον λόγο που φαντάζεστε » συνέχισα.
«Και τότε γιατί ήρθατε μέχρι εδώ αστυνόμε;»
Αστυνόμε;
«Θα σας πω αν σταματήσετε αυτό το κύριε αστυνόμε» της είπα αλλά στην πραγματικότητα δεν με πείραζε και τόσο πολύ.
«Και πως να σας αποκαλώ;»
«Το όνομα μου είναι Χάρης... και αν δεν έχετε και εσείς πρόβλημα να κόψουμε και τον πληθυντικό»
«Όπως θες... λοιπόν... σε ακούω»
«Αυτό είναι δικό σου» της είπα και πήγα μπροστά της την ταυτότητα που από βιασύνη είχε ξεχάσει.
«Την έψαξα παντού» απάντησε και την πήρε στα χέρια της.
«Από την βιασύνη σου να φύγεις ξέχασες να την πάρεις μαζί με το δίπλωμα σου» της εξήγησα αν και νομίζω ότι είχε ήδη καταλάβεις το πως είχε βρεθεί στα χέρια μου.
«Ευχαριστώ παρα πολύ αλλά δεν ήταν ανάγκη να έρθεις μέχρι εδώ... αφού έμαθες μέχρι και που δουλεύω θα μπορούσες να αναζητήσεις ένα τηλέφωνο και θα ερχόμουν να την πάρω»
Ήθελα να της πω ήταν ήταν μια καλή ευκαιρία για να την δω αλλά δεν το έκανα.
«Η κλινικη είναι έτσι και αλλιώς στον δρόμο μου όποτε δεν χρειάστηκε να έρθεις εσυ να την πάρεις»είπα και φυσικά ήταν ψέματα.
Η κλινικη είναι αρκετά μακριά από το τμήμα που δουλεύω και δεν ήταν στον δρόμο μου.
«Όπως και να έχει σε ευχαριστώ πολύ αστυνόμε»
«Χάρης» της είπα ξανά και εκείνη γέλασε.
Τι όμορφο χαμόγελο που έχει.
«Ελπίζω να τα ξανά πούμε» της είπα και δώσαμε τα χέρια.
«Αν έχω ξανά κάποιο ατύχημα σίγουρα θα τα ξανά πούμε» αστειεύτηκε.
«Δεν εννοούσα κάτω από τέτοιες συνθήκες»
«Ευχαριστώ και πάλι» μου είπε και εγώ με βαριά καρδιά αποχώρησα από το γραφείο της και από την κλινικη.
Η μάνα μου ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε όταν μπήκα στο σπίτι.
«Καλώς τον μου... έλα έτοιμο είναι το φαγητό»
«Πάω να κάνω ένα μπάνιο και έρχομαι»
«Επ για έλα εδώ εσυ... έλα εδώ» είπε και μου έκανε νόημα να κάτσω.
«Τι είναι;»
«Τι έχεις εσυ;»
«Τίποτα κουρασμένος από την δουλειά είμαι»
«Αστα αυτά σε εμένα»
«Τι θες να ακούσεις ρε μάνα;»
«Αυτό που θέλω να ακούσω εγώ δεν θα το ακούσω ποτε αυτό βλέπω»
«Μάνα... χαλάρωσε... πάω για μπάνιο» της είπα και της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο.
Βγήκα από το μπάνιο και κάθισα μαζί της να φάμε όπως κάναμε κάθε μεσημέρι.
«Θα πεις τώρα έγινε; Με με σκας την μάνα»
«Μαμα.... ηρέμησε... μόνη σου τα βγάζεις τα συμπεράσματα.. τίποτα δεν έγινε... τρεξίματα με την δουλειά»
«Να βρεις καμία σωστή γυναίκα να κανεις οικογένεια δεν τρέχεις... μόνο για την δουλειά»
«Ήμαρτον βρε μάνα δεν με πήραν και τα χρόνια»
«Αυτό έλειπε.. για αυτό σου λέω γιε μου βρες την τώρα που είναι νωρίς... μέχρι να μείνετε λίγο μαζί να δείτε αν ταιριάζετε μπορεί να πάρει και κανέναν χρόνο» μου έλεγε και εγώ γελούσα κάθε φορά που την άκουγα.
«Ναι γελα»
«Αχ βρε μαμα... τι θα κάνω με εσένα μου λες;»
«Καλά άσε τις γλύκες τώρα και πήγαινε να ξαπλώσεις... όλο δουλεύεις»
«Νταξει θα πάω.... θες εσυ τίποτα;»
«Τι να θέλω παιδί μου;»
«Μην αρχίσεις πάλι»
«Δεν είπα τίποτα»
«Έτοιμη ήσουν... άντε πάω μέσα»
«Άντε παιδί μου καλή ξεκούραση» μου είπε μπήκα στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα.
Έπεσα στο κρεβάτι μου μα δεν με έπαιρνε ο ύπνος γιατί στο μυαλό μου ερχόταν συνεχώς εκείνη με αυτό το όμορφο χαμόγελο της να κοιτάζει.

Κάτω Από Τις Σταγόνες Της Βροχής Where stories live. Discover now