Κεφάλαιο 5

2.9K 234 2
                                    

Η ζωή μου κυλούσε ομαλά... Όσο ομαλά μπορεί να κυλάει με ένα μικρό παιδί στο σπίτι.. Ο μικρός ήταν δυο χρονων εγώ είκοσι ενός και ζούσα τελείως μόνη... Ποτε μου δεν είχα έναν φίλο να νιώθω και εγώ ότι δεν είμαι μόνη...Μόνο την Νατασα είχα η οποία είχε βαφτίσει και τον Αντώνη... Είχα μόνο την Νατασα και τον Αντώνη μέχρι που γνώρισα τον Αντρέα. Ο Αντρέας ήταν αδερφός της Κατερίνας μιας συμφοιτητριας μου... Στην αρχή δεν το ήξερα... μετά όμως που τον γνώρισα καλύτερα μου είπε για την αδερφή του. Είχε πέσει καταλαθος πάνω μου μια μέρα που έβγαινα από το πανεπιστήμιο. Λογικά θα πήγαινε στην αδερφή του και έτσι βιαστικός όπως ήταν έπεσε πάνω μου... Τότε ο όμως δεν ήξερα
«Με συγχωρείς» μου είπε και με βοήθησε να μαζέψω τα βιβλία μου.
«Δεν πειράζει» του είπα και σηκώθηκα όρθια κρατώντας τα βιβλία μου.
«Και πάλι συγγνώμη.. είμαι λίγο βιαστικός και δεν κοιτούσα μπροστά μου» απολογήθηκε ξανά.
«Αλήθεια δεν πειράζει»
«Με λένε Αντρέα παρεπιπτόντως»
«Λυδια » είπα και δώσαμε τα χέρια.
«Χάρηκα παρα πολύ»
«Παρομοίως» είπε και άφησε το χέρι μου ελεύθερο.
«Σπουδάζεις εδώ;» Ρώτησε.
«Ναι είμαι στην ιατρική... εσυ;»
«Εγώ έχω τελειώσει είμαι στην αστυνομία»
Αστυνομία... Του πήγαινε αυτό το επάγγελμα.. Ήταν ψηλός και φαντάστηκα ότι θα του πήγανε και η στολή.
Μα τι σκεφτόμουν; Ούτε που τον ξέρω αλλά ήταν τόσο όμορφος.., τόσο γοητευτικός.
«Ελπίζω να τα ξανά πούμε Λυδια » μου είπε και αφού μου χαμογέλασε πλατιά μπήκε στο μεγάλο κτήριο.
Έμεινα για λίγη ώρα να τον χαζεύω αλλά μετά συνήλθα και συνέχισα τον δρόμο μου. Γυρίζοντας στο σπίτι πήγα όπως κάθε μέρα να πατώ τον μικρό από τον παιδικό σταθμό ο οποίος όπως πάντα έπεφτε στην αγκαλιά μου όταν με έβλεπε.
«Λυδια» φώναζε ξαι έπεφτε πάνω μου.
Είχα πει στον μικρό ότι δεν είμαι η μαμα του. Πιθανότατα να μην κατάλαβε καν τι του έλεγα αλλά μου αρκούσε που δεν με έλεγε μαμα... Δεν ξέρω.., λίγες φορές που με είχε αποκαλέσει έτσι ένιωθα περίεργα.. Δεν ήμουν η μαμα του αλλά η αδερφή του και έτσι έπρεπε να μάθει μεγαλώνοντας. Και κάποια στιγμή θα μάθαινε και για την μάνα του... τι να έλεγα τώρα σε ένα μωρό παιδί; Ότι η μάνα του το παράτησε; Ότι δεν ξέρει ποιος είναι ο πατέρας του; Τι μπορώ να του πω; Το μόνο που είπε προς το παρόν ήταν ότι εγώ είμαι η αδερφή του και όχι η μαμα του... μέχρι εκεί.., για τα υπόλοιπα υπάρχει χρόνος... Το ίδιο έλεγε και η Νατασα με την οποία είχαμε έρθει λίγο πιο κοντά... Ήταν πολύ καλή κοπέλα και αυτή την φορά ήθελα να πιστεύω ότι δεν έχω κάνει λάθος. Ήταν συνέχεια δίπλα μου σε ότι χρειαζόμουν και με βοηθούσε σε ότι μπορούσε σχετικά με τον Αντώνη.
«Ξέρεις γνώρισα κάποιον χθες» της είπα ένα βράδυ που ήμασταν μαζί καθώς μαζεύαμε τα παιχνίδια του Αντώνη.
Εκείνος είχε πάει για ύπνο και έτσι μπορούσαμε να συζητήσουμε ελεύθερα και ένιωθα πολύ καλά που είχα κοντά μου έναν άνθρωπο για να μιλήσω για ότι με απασχολούσε και για έναν περίεργο λόγο ο Αντρέας απασχολούσε το μυαλό μου από την στιγμή που τον είδα.
«Οπα... εδώ έχει ζουμί... για λέγε» είπε και άφησε κάτω τα παιχνίδια.
Κάθισε στον καναπέ και περίμενε να της μιλήσω.
«Δεν ξέρω πολλά...τον γνώρισα τυχαία έξω από το πανεπιστήμιο... έμπαινε μέσα βιαστικός και έπεσε πάνω μου... μου ζήτησε συγγνώμη μου συστήθηκε και όταν έφυγε μου είπε ελπίζω να τα ξανά πούμε» ξεκίνησα να της λέω και εκείνη με κοιτούσε με αφοσίωση.
«Λοιπόν πως τον λένε; Πως είναι;»
«Τον λένε Αντρέα και....»
«Αντρέα; Αντρέα Αντώνιου;» Με σταμάτησε ρωτώντας.
«Δεν ξέρω το επίθετο του»
«Ψηλός καστανοξανθος γαλάζια μάτια και τελειόφοιτος αστυνομίας;» Ρώτησε.
Τον ήξερε;
«Τον ξέρεις;»
«Δεν έχουμε μιλήσει ποτε αλλά περνάει πολλές φορές από το πανεπιστήμιο... είναι ο αδερφός της Κατερίνας Αντώνιου... είμαστε μαζί στην ιατρική.. σίγουρα την ξέρεις»
«Ναι κατάλαβα ποια λες»
«Αυτή την ξινή» μου είπε και γελάσαμε.
«Πάντως είναι όμορφος τον εγκρίνω... απορώ πως δεν τον είχες ξανά δει.. έχει έρθει πολλές φορές»
«Με τόσα που έχω στο κεφάλι μου δεν είχα μυαλό να προσέχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από το πανεπιστήμιο»
«Ναι αλλά τώρα τα προβλήματα σιγά σιγά λύνονται δεν νομίζεις ότι είναι καιρός να κοιτάξεις λίγο την ζωή σου; Είσαι είκοσι ενός και κυριολεκτικά φιλενάδα δεν έχεις ζήσει τίποτα... ούτε τον έρωτα»
Δεν της απάντησα αλλά είχε δίκιο. Δεν είχα ζήσει τίποτα... Όλη μου την ζωή ήμουν μέσα σε ένα σπίτι και ήμουν μόνη και τώρα... τώρα που πίστευα ότι έφυγα από την μοναξιά και ήρθα εδώ για να ζήσω είμαι ξανά μέσα σε ένα σπίτι. Δεν το μετάνιωσα όμως... Είμαι μέσα σε ένα σπίτι ξαι μεγαλώνω τον αδερφό μου που δεν έχει κανέναν άλλον... Δεν μετάνιωσα που αφήνω τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου για να μείνω στο σπίτι με τον μικρό όμως μετά από αυτή την συζήτηση που είχα με την Νατασα σκέφτομαι πως θα είναι να ζεις και λίγο... σαν παιδί και σαν έφηβη δεν έζησα τίποτα... γιατί να μην ζήσω σαν φοιτήτρια; Ποτε δεν είναι αργά έτσι δεν λένε; Και ετσι εγώ ακολούθησα την συμβουλή της και προσπάθησα να ζήσω... και εκείνη με βοήθησε πολύ σε αυτό... Καθώς σχόλαγα τις επόμενες μέρες ξανά είδα τον Αντρέα έξω μόνο που δεν ήταν βιαστικός τις επόμενες φορές. Ένα μεσημέρι μάλιστα προσφέρθηκε να με πάει και μέχρι το σπίτι μου και εγώ δέχτηκα. Ήταν γλυκός και τρυφερός μαζί μου... μιλούσε πάντα ήρεμα... Αυτές τις επόμενες μέρες με πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι μου όταν τελείωνα το μάθημα.. μου μιλούσε για τον εαυτό του και μετά ρωτούσε εμένα διαφορα για να μάθει και αυτός για εμένα.
«Μεγάλωσα εδώ στην Θεσσαλονίκη... η μαμα μου ήταν από την Αθήνα αλλά για τον πατέρα μου θα πήγαινε και στην άλλη άκρη της γης... έτσι έλεγε» μου είχε πει ένα μεσημέρι.
Αυτή είναι οικογένεια σκέφτηκα και προσπάθησα να μην βάλω τα κλάματα.
«Εσυ που μεγάλωσες;» Με ρώτησε μετά από λίγα λεπτά σιωπής.
«Στην Αθήνα» απάντησα μόνο.
«Αυτό δεν είναι δίκαιο.. εγω σου έχω πει και για την οικογένεια μου για την αδερφή μου... εσυ δεν λες τίποτα» είπε αλλά γελούσε.
«Τι να σου πω; Ότι έζησα σαν να μην είχα οικογένεια; Οι γονείς μου δεν με ήθελαν στο σπίτι με αγνοούσαν ήμουν δεν ήμουν εκεί το ίδιο ήταν... η μάνα μου μας παράτησε δυο χρόνια αφήνοντας πίσω ένα μωρό το οποίο μεγαλώνω εγώ..ήθελες αλήθεια να ακούσεις αυτά που άκουσες;»
«Λυπάμαι... δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις άσχημα»
«Δεν πειράζει.. τόσα χρόνια το έχω συνηθίσει»
«Δηλαδή μου λες ότι δεν σε αγάπησε ποτε κανεις;»
«Εκτός από τον αδερφό μου που είναι αναμενόμενο κανεις άλλος»
«Και δεν σου λείπει; Ξέρεις να σε αγαπάνε»
«Πως μπορεί να σου λείπει κάτι που δεν είχες ποτε;» Τον ρώτησα αλλά μετά δεν απάντησε έμεινε μέχρι το τέλος της διαδρομής μας.
«Θα σε δω το βράδυ;» Με ρώτησε όταν βγήκα από το αυτοκίνητο.
«Δεν γίνεται σου το έχω πει»
«Αν αλλάξεις γνώμη το τηλέφωνο μου θα περιμένω» είπε και έφυγε.
Εγώ χαμογέλασα και μπήκα στο σπίτι. Αυτές τις τελευταίας μέρες άφηνα τον μικρό στον παιδικό σταθμό και τα μεσημέρια και δεν έδειχνε να ενοχλείται. Του άρεσε εκεί... με τα αλλα παιδάκια παίζοντας διαφορα παιχνίδια και η δασκάλα του μου είχε πει ότι ειναι πολύ ικανοποιημένη από την συμπεριφορά του και εγώ ικανοποιήθηκα ακόμα περισσότερο γιατί αν και μόνη μου τον μεγαλώνω σωστά. Τελικά εκεί το βράδυ βγήκα με τον Αντρέα.. Η Νατασα δεν σήκωνε κουβέντα.. όταν της τη είπα προσφέρθηκε να μείνει στο σπίτι να προσέχει τον μικρό για να βγω λίγο έξω . Φυσικά μετά από πολύ πίεση το δέχτηκα. Την εμπιστευόμουν δεν ήταν αυτό το θέμα αλλά δεν είχα αφήσει ποτε βράδυ τον Αντώνη και δεν είχα βγει ποτε ξανά ραντεβού. Αλλά δεν μετάνιωσα που βγήκα... Πέρασα πολύ όμορφα.. Και μπορούσα αναμφίβολα να πω ότι αυτό το βράδυ ήταν το καλύτερο που έχω ζήσει μέχρι στιγμής στην ζωή μου.

Κάτω Από Τις Σταγόνες Της Βροχής Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin