Κεφάλαιο 25

1.9K 181 4
                                    

Η κηδεία έγινε το επόμενο πρωί και ο μικρός μου φάνηκε αρκετά ήρεμος από ότι τον είδα χθες. Δεν ξέρω τι του είχε πει η Νατασα αλλά ότι και να είχε κάνει την ευχαριστούσα. Μετά την κηδεία πήγαμε στο σπίτι μαζί με τον Ορφέα... ο μικρός θα εμενε μαζί του έτσι και αλλιώς ήταν ο πατέρας του.
«Ορφέα... θέλεις κάτι άλλο από εμάς;» Τον ρώτησα πριν φύγω.
«Όχι.... σε ευχαριστώ για όλα... και εσένα Νατασα που κράτησες τον μικρό»
«Τι είναι αυτά που λέτε... Χαρά μου» του απάντησε εκείνη χαμογελώντας.
«Λυδια πριν φύγεις πάρε αυτό» είπε και έβγαλε μια κάρτα από ένα συρτάρι.
Αργύρης Παπάς δικηγόρος.
«Τι είναι αυτό;»
«Η μητέρα σου όταν αρρώστησε μου ζήτησε να στο δώσω όταν.... όταν δεν θα ήταν πια μαζί μας... είπε να τον πάρεις τηλέφωνο... έχει κάτι για εσένα»
Πάλι δικηγόροι... το έχουμε ξανά δει το έργο.
«Εντάξει... αν χρειαστείς κάτι μην διστάσεις να με πάρεις... ακόμα και μα κρατήσω τον μικρό αν θες»
«Θα το έχω υπ όψιν μου» είπε και με την Νατασα φύγαμε.
Εκείνη πήγε κατευθείαν για δουλειά ενώ εγώ στο σπίτι μου γιατί είχα ζητήσει άδεια για όλη την μέρα αλλά και για αύριο το πρωί. Όταν μπήκα στο σπίτι και κάθισα κοιτούσα συνέχεια την κάρτα του δικηγόρου και αναρωτιόμουν αν έπρεπε να πάρω τηελφωνο. Τελικά το αγνόησα και παράτησα την κάρτα στο τραπέζι.
Το επόμενο πρωί όμως δεν άντεξα. Πήρα τηλέφωνο και η γραμματέας μου είπε να πάω από εκεί. Χωρις να το σκεφτώ πολύ μια ώρα μετά ήμουν στο γραφείο του και περίμενα να με φωνάξει.
«Δεσποινίς Ιωάννου τα θερμά μου συλλυπητήρια» είπε όταν βγήκε από το γραφείο του και με είδε.
«Σας ευχαριστώ» του είπε και μου έκανε νόημα να πάμε στο γραφείο του.
«Δεν θα σας κουράσω πολύ... θα σας παραδώσω μόνο αυτόν τον φάκελο» είπε και μου έδωσε έναν καφέ φάκελο στα χέρια.
«Τι είναι αυτό;» Τον ρώτησα κοιτώντας τον φάκελο.
«Είναι για εσάς... η μητέρα σας μου είχε πει να σας τον παραδώσω εγώ ο ίδιος»
«Εντάξει... ευχαριστώ» είπα δειλά και αφού χαιρέτησα βγήκα από το γραφείο του.
Δεν άνοιξα τον φάκελο αν και ήθελα τόσο πολύ να μάθω τι είχε μέσα. Πήγα στο σπίτι και τον κοιτούσα με τις ώρες μέχρι που τον άνοιξα. Μακάρι να μην τον είχα ανοίξει ποτε. Μακάρι να μην είχα πάει ποτε στον δικηγόρο να τον πάρω... αλλά τώρα τι νόημα έχει; Τον πήρα στα χέρια μου τον άνοιξα και αυτό δεν αλλάζει... Ούτε αυτά που έμαθα αλλάζουν...
Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να πάω και από τον Χάρη. Σκέφτηκα να το ακυρώσω αλλά η κυρία Αρετή με περίμενε με τόση χαρά που δεν ήθελα να την στεναχωρήσω.. Εξάλλου η ώρα ήταν περασμένη και η γυναίκα σίγουρα θα είχε κουραστεί για να μαγειρέψει και θα πήγαιναν χαμένοι οι κόποι της. Προσπάθησα να φαίνομαι χαμογελαστή όταν έφτασα.
«Καλώς το κορίτσι μας.. έλα πέρασα μέσα» μου είπε χαρούμενη.
«Αυτά είναι για εσάς» είπα και της έδωσα ένα κουτί με γλυκα που είχα πάρει.
Πρώτη φορά σε ξένο σπίτι κάτι έπρεπε να πάω.
«Δεν ήταν ανάγκη αλλά σε ευχαριστούμε»
«Αστυνόμε» είπα και γέλασε.
«Χάρης»
«Χάρη» είπα και γέλασα ελαφρά.
Καθίσαμε πρώτα στο σαλόνι αφού η κυρία Αρετή μου έδειξε όλο το σπίτι πρώτα. Μου έφερε και ένα γλυκό που είχα κάνει μόνη της το οποίο ήταν υπέροχο. Προσπαθούσα πάντα να φαίνομαι χαμογελαστή ακόμα και όταν ήθελα να κλάψω να φωνάξω.... Πάντα γελούσα. Κρατούσα μέσα μου χιλιάδες συναισθήματα και δεν ήξερα ποτε θα εκραγώ και θα ξεσπάσω τόσο πολύ που να μην μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου.
Το σπίτι μύριζε το πεντανόστιμο φαγητό που είχε ετοιμάσει η κυρία Αρετή και όταν καθίσαμε επιβεβαιώθηκε αυτό που είχα σκεφτεί το φαγητό υπέροχο. Δεν θυμάμαι καν αν μου είχε μαγειρέψει ποτε η μαμα για να φάω... Όσο μεγάλωνα πάντα μαγείρευα εγώ. Η μάνα μου δεν ήταν ποτε στο σπίτι ούτε για να μαγειρέψει. Θυμάμαι πολλές φορές που τρώγαμε φαγητό απ έξω επειδή η μαμα δεν ήταν εκεί και φυσικά το σπίτι σπάνια είχε φαγητό μέχρι που ανέλαβα εγώ. Υπήρχαν πολλές αποτυχημένες προσπάθειες αλλά στο τέλος έμαθα να κάνω σχεδόν τα πάντα.
Την ώρα που τρώγαμε είχα αφαιρεθεί... το μυαλό μου ετρεχε συνεχως σε κάθε λέξη εκείνου του γραμματος. Δεν  πέρασε απαρατήρητο από την κυρία Αρετή ότι ξαφνικά άλλαξε η διάθεση μου η οποία ήταν από την αρχή η ίδια αλλά φρόντιζα να μην το δείχνω σε πολύ μεγάλο βαθμό.
«Κορίτσι μου είσαι καλά;»
«Δύσκολες μέρες κυρία Αρετή... προχθές το βράδυ πέθανε η μαμα μου είχαμε την κηδεία εχθές... και....» σταμάτησα για να μην πω κι αλλα.
Τόση ώρα δεν ξέρω πως κρατιέμαι και δεν έχω ξεσπάσει ακόμα.
«Λυπάμαι πολύ κορίτσι μου»
«Συλλυπητήρια» είπε και ο Χάρης.
«Ευχαριστώ αλλά θα μου επιτρέψετε τώρα να φύγω... να ξεκουραστώ» τους είπα.
«Φυσικά παιδί μου»
«Θες να σε πάω;» Προσφέρθηκε ο Χάρης.
«Έχω το δικό μου αυτοκίνητο δεν πειράζει»
«Σίγουρα;»
«Ναι ευχαριστώ» του είπα μα όταν σηκώθηκα τα πόδια μου δεν με κράτησαν.
Το ένιωθα. Ήταν σαν να μην πατάω στο έδαφος και....μετά σκοτάδι.

Κάτω Από Τις Σταγόνες Της Βροχής Donde viven las historias. Descúbrelo ahora