Κεφάλαιο 28

1.9K 168 6
                                    

Μου είχε τηλεφωνήσει και μου είχε δώσει την διεύθυνση του ξενοδοχείου που εμένε.
«Θες να σε πάω εγώ;» Μα ρώτησε ο Χάρης αφού με έβλεπε σκεπτική.
«Εεε όχι... θα πάω μόνη μου... πήγαινε εσυ στην δουλειά σου»
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι αγάπη μου πήγαινε» του είπα και μου έδωσε ένα φιλί όπως πάντα για να με αποχαιρετήσει.
Είχαμε αρχίσει να με μένουμε και μαζί τους τελευταίους μήνες στο δικό μου σπίτι γιατί στο δικό του εμενε και η κυρία Αρετή που κυριολεκτικά με λάτρευε αλλά και εγώ δεν πήγαινα πίσω.. Την αγαπούσα πολύ αυτή την γυναίκα και στο πρόσωπο της βρήκα την μάνα που ποτε δεν είχα. Στοργική γλυκιά τρυφερή.
«Θα τα πούμε το μεσημέρι» μου είπε και έφυγε για το τμήμα όπως έκανα και εγώ λίγο μετά αλλά με προορισμό το ξενοδοχείο όπου εμενε ο πατέρας μου.
Πολυτελές ξενοδοχείο από ότι διέκρινα μόλις μπήκα μέσα... Μάλλον πατέρας μου θα είχε λεφτά για να διαλέξει αυτό το ξενοδοχείο να μείνει. Πριν μπω στο ξενοδοχείο αναγνώρισα ένα αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο έξω. Δεν μπορεί κάποιο λάθος θα κάνω εγώ... δεν γίνεται να είναι αυτό. Θα υπάρχουν χιλιάδες τέτοια αυτοκίνητα στον κόσμο... λάθος κάνω. Άφησα τις σκέψεις μου και μπήκα μέσα και προχώρησα μέχρι την ρεσεψιόν.
«Γεια σας... ο Παύλος Αλεξιου σε ποιο δωμάτιο είναι;» Ρώτησα την κοπέλα που ήταν εκεί.
«Σας περιμένει;»
«Ναι»
«Μισό λεπτάκι να τον ειδοποιήσω» είπε και κάλεσε στο δωμάτιο του.
«Είναι στο 405 πηγαίνετε» μου είπε λίγο μετά χαμογελώντας και εγώ ανέβηκα μέχρι εκεί. Πάντα φοβόμουν το ασανσέρ και έτσι προτίμησα τις σκάλες.
Δεν χρειάστηκε καν να χτυπήσω την πόρτα γιατί ήταν ήδη ανοιχτή και εκείνος με περίμενε εκεί.
«Δεν ξέρω ποια είσαι... αλλά σίγουρα δεν είσαι η Άννα μου... αλλά της μοιάζεις τόσο πολύ... έχεις τα μάτια της  το βλέμμα της» μου είπε πριν καν προλάβω να μιλήσω.
«Είμαι η κόρη της» απάντησα με σταθερή φωνή και μου έκανα νόημα να μπω μέσω ενώ εκείνος έκλεισε την πόρτα πίσω του.
«Η κόρη της Αννας... έπρεπε να το καταλάβω... είσαι ίδια με εκείνη» είπε και καθίσαμε στις καρέκλες που υπήρχαν στο δωμάτιο.
«Συγγνώμη που είπα ότι θα συναντήσετε την Άννα αλλά....»
«Δεν ήταν και εντελώς ψέμα... εξάλλου γνωρίζω ότι η Άννα μου δεν ζει πια»
«Το γνωρίζετε;»
«Μην μου μιλάς στον πληθυντικό σε παρακαλώ... δεν είμαι ξένος»
«Δεν καταλαβαίνω»
«Μπορεί η Άννα να μην μου είπε τίποτα αλλά εγώ ξέρω τα πάντα..»
«Τα πάντα;»
«Μόνο το πως πέθανε δεν ξέρω»
«Πάνω στην γεννα»
«Προτίμησε να σώσει εσένα αντί για τον ευατο της»
«Κάπως έτσι»
«Περίμενα αυτή την στιγμή όλη μου την ζωή»
«Πάλι δεν σε καταλαβαίνω»
«Με καταλαβαίνεις Λυδια... για αυτό και ήρθες εδώ... για να δεις τον πατέρα σου»
«Ξέρεις;»
«Ξέρω... πάντα ήξερα... αλλά ας ξεκινήσουμε την ιστορία από την αρχή» είπε και έβαλε ένα ποτό να πιει.
«Την εικοσιτέσσερα και εγώ μόλις είχα γίνει εικοσιοκτώ. Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή... το ίδιο και εκείνη. Ήμασταν μαζί δυο χρόνια...
Ζούσαμε μαζί... κρυφά. Οι γονείς μου δεν θα επέτρεπαν ποτε να είμαι με μια τέτοια κοπέλα. Όπως καταλαβαίνεις έχουν λεφτά και θα ήθελαν έναν γάμο με μια εξίσου πλούσια κοπέλα. Όταν μου είπε ότι είναι έγκυος πέταξα από την χαρά μου. Ήταν αυτό που ήθελα. Ένα παιδί δικό μου και δικό της... αυτό που θα θύμιζε κάθε μέρα την αγάπη μας. Όμως δυστυχώς μετά από αυτό ήμασταν και απρόσεκτοι... μας πήραν χαμπάρι και η μάνα μου έγινε έξαλλη. Έκανε τα πάντα για να χωρίσουμε... Είχα ακούσει την μάνα μου να λέει στον πατέρα μου ότι θα έδιναν λεφτά στην Άννα για να μείνει μακριά μου. Και έτσι έγινε... τα κανονίσαμε όλα... πήρε τα λεφτά χωρις να τα θέλει σαν να ήταν δώρο από εμένα για το παιδί μας και συνέχισα να την βλέπω κρυφά μέχρι που γέννησε.... πριν γεννήσει δεν την είχα δει πολλές φορές... η μάνα μου ήδη κανόνιζε προξενιά με άλλες πλούσιες νύφες... Μετά από λίγο καιρό την έχασα τελείως... στα τηλέφωνα δεν απαντούσε... δεν την έβρισκα πουθενά... έβαλα ανθρώπους να ψάξουν... φοβήθηκα ότι κάτι είχαν κάνει οι γονείς μου... που να ήξερα ότι δεν ζούσα ποια... ότι πέθανε για να φέρει στον κόσμο το παιδί μας. Ήξερα πάντα που ήσουν και τι έκανες μόνο που δεν μπορούσα να επέμβω στην ζωή σου.... και τώρα καταλαβαίνω γιατί μου είχε πει λίγο πριν γεννήσει πως ότι και να γίνει να αφήσω τα πράγματα να κυλήσουν από μόνα τους... και έτσι έκανα. Εικοσιεξι χρόνια ζούσα σαν σκιά σου... σε είδα από μακριά να πηγαίνεις την πρώτη σου μέρα στο σχολείο... την πρώτη σου μέρα στο πανεπιστήμιο. Σε είδα να κρατάς στα χέρια σου το πτυχίο σου... πάντα ήμουν δίπλα σου αλλά ποτε τόσο κοντά σου ώστε να με δεις..  περίμενα αυτή την στιγμή... να με ψάξεις εσυ... να έρθεις στην πόρτα μου και επιτέλους να σταθώ δίπλα σου και να σου πω ότι ξέρω πως έζησες... και ότι εγώ ήμουν βλάκας που φοβόμουν να σε πλησιάσω και να σου πω την αλήθεια... να σε πάρω μακριά από αυτούς τους ανθρώπους»
Όση ώρα μιλούσε έκλαιγα. Τα ήξερα όλα... ήταν πάντα εκεί αλλά δεν με πήρε μακριά. Όμως αν δεν με έπαιρνε μακριά δεν θα ζούσα όλα όσα έζησα και δεν θα μάθαινα όλα όσα έμαθα και δεν θα γνώριζα και τον Χάρη.
«Μπαμπά» του είπα και εκείνος σήκωσε τα μάτι του και με κοίταξε με τόση αγάπη όπως με κοιτάζει η κυρία Αρετή.
«Σε αντίθεση με τους άλλους εσυ ήσουν κοντά μου και ας μην το έβλεπα. Αν με είχες πάρει από εδώ δεν θα μάθαινα τίποτα από όσα έμαθα σίγουρα δεν θα ήμουν ο άνθρωπος που είμαι τώρα... μπορεί να μεγάλωσα μόνη μου αλλά έχω μεγαλώσει σωστά... και αν με είχες πάρει από εδώ δεν θα γνώριζα κανένα από τα άτομα που είναι τόσο σημαντικά στην ζωή μου»
«Η Νατασα και ο Χάρης» είπε.
«Η Νατασα και ο Χάρης» επανέλαβαν και εγώ χαμογελώντας.
«Τον συμπαθώ τον μικρό... μην με κοιτάς έχω κάνει έρευνα για αυτόν... αφού το πάτε σοβαρά εσείς οι δυο έπρεπε να ξέρω»
«Σωστά... πάντα ξέρεις» του είπα και αυτός άνοιξε τα χέρια του για να πέσω Στην αγκαλιά του όπως και έκανα.
Αγκαλιά γεμάτη αγάπη και στοργή. Δεν ξέρω ούτε εγώ πόση ώρα έμεινα εκεί. Με ανακούφιζε η αγκαλιά του... με ηρεμούσε... σίγουρα ήμουν αρκετή ώρα στην αγκαλιά του γιατί η ώρα είχε περάσει κατά πολύ και έπρεπε να φύγω....Τον αγκάλιασα ξανά τον αποχαιρέτησα και τον κάλεσα επίσης στο σπίτι να φάμε. Δυστυχώς θα έφευγε την επόμενη το πρωί αλλά θα ξανά ερχόταν με την πρώτη ευκαιρία για να έρθει και στο σπίτι να γνωρίσει και από κοντά τον Χάρη.
Ήμουν στον τέταρτο όροφο και κατέβηκα ξανά από τις σκάλες... καθώς κατέβαινα από ένα δωμάτιο βγήκε ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα και κρατούσε όπλο το οποίο βόλεψε πολύ γρήγορα μέσα στο σακάκι του... Τα έχασα... τρόμαξα. Η πόρτα του δωματίου από το οποίο είχε βγει ήταν ανοιχτή.... δίστασα για λίγο αλλά μπήκα μέσα.

Κάτω Από Τις Σταγόνες Της Βροχής Donde viven las historias. Descúbrelo ahora