Κεφάλαιο 26

1.9K 172 5
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου και βρισκόμουν σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Κοίταξα γύρω μου τίποτα γνώριμο εκτός.... εκτός από τον Χάρη. Τι δουλειά είχε ο Χάρης μαζί μου; Τι έγινε;
«Καλημέρα» μου είπε και χαμογέλασε.
«Καλημέρα» είπα και εγώ διστακτικά.
«Είσαι καλύτερα;»
«Τι έγινε;»
«Λυποθυμησες»
«Ααα Έμ... σορρυ απλά έχουν πέσει όλα μαζεμένα και...» ξέσπασα.
Δεν άντεξα άλλο έκλαψα. Μέχρι εκεί άντεξα..
«Ει... τι έπαθες; Έλα εδώ» είπε και με αγκάλιασε σφιχτά.
Την είχα τόσο ανάγκη αυτή την αγκαλιά. Μόνο εγώ ήξερα ποσό ανάγκη την είχα.
«Συγγνώμη» είπα ξανά και σκούπισα τα μάτια μου.
«Θες να μου πεις τι συμβαίνει;»
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα μέχρι την καρέκλα που ήταν μέσα στο δωμάτιο πάνω στην οποία ήταν η τσάντα μου και έβγαλα έξω τον καφέ φάκελο. Δεν θα χάσω και τίποτα αν μιλήσω σε κάποιον. Πάντα βοηθάει να λες σε κάποιον τα προβλήματα σου.
«Διάβασε» του είπα και του έδωσα τον φάκελο.
Έβγαλε από μέσα το περιεχόμενο του και άρχισε να διαβάζει.

Για να έχεις στα χέρια σου αυτό το γράμμα πάει να πει ότι ο καρκίνος με νίκησε και δεν τα κατάφερα αλλά καλύτερα για εσένα έτσι... ποτε σου δεν με αγάπησες και με το δίκιο σου... δεν ήμουν μάνα και το ξέρω πολύ καλά. Μάλλον εγώ δεν προοριζομουν ποτε για να γίνω μάνα αλλά τι να κάνουμε
Πολλές φορές η ζωή σου τα φέρνει όλα πολύ διαφορετικά από όπως εσυ τα θες. Αν δεν με έχεις αφήσει να σου μιλήσω σίγουρα αυτό το γράμμα θα σου τα πει όλα. Το σκέφτηκα πολύ για να το γράψω. Φυσικά ποτε δεν είχα το θάρρος να στα πω και αν δεν τύχαινε το θέμα με τον καρκίνο δεν θα μάθαινες ποτε αλλά όπως είπα η ζωή μας τα φέρνει αλλιώς. Πάντα έλεγα ότι δεν θέλω να κάνω παιδιά... ότι ένα παιδί σε σκλαβώνει και δεν μπορείς να ζήσεις την ζωή σου όπως την θες... και εσυ σκλαβωσες εμένα και με αναγκασες να ζήσω μια ζωή που δεν την επέλεξα. Όταν έχασα την αδερφή μου το τελευταίο πράγμα που μου ζήτησε πριν κλείσει τα μάτια της ήταν να σε προσέχω... να σε μεγαλώσω. Πέθανε πάνω στην γεννα πέθανε λίγα λεπτά μετά αφού γεννήθηκες εσυ. Πως μπορούσα εγώ να μεγαλώσω ένα παιδί που μου στέρησε την μοναδική οικογένεια που είχα; Πως να σε κοιτάξω στα μάτια όταν όλα πάνω σου μου θύμιζαν την αδερφή μου. Μικρή ήμουν και εγώ... εικοσι χρονων δεν έζησα τίποτα και αναγκάστηκα να σε μεγαλώσω χωρις να το θέλω και μαζί μου σκλαβώθηκε και ο Αλέκος που ήταν φίλος δικός μου και της Αννας. Δεν τον αγάπησα ποτε πάντα φίλοι είμασταν... η Άννα μας ζήτησε να σε μεγαλώσουμε... για αυτό και παντρευτήκαμε. Τίποτα δεν μας ένωνε. Εκείνος δεν ήθελε παιδιά εγώ το ίδιο. Τίποτα δεν δικαιολογεί τον τρόπο που μεγάλωσες το ξέρω αλλά έστω και τώρα είχες δικαίωμα να ξέρεις την αλήθεια. Σε μισούσα από την στιγμή που γεννήθηκες επειδή μου πήρες ότι πιο πολύτιμο είχα... την αδερφή μου... αυτήν που με προστάτευε όταν ο πατέρας μας ήθελε να με χτυπήσει... αυτή που πάντα έμπαινε στην μέση για να μην πάθω κάτι εγώ που ήμουν μικρή. Δεν μου πήρες μόνο την αδερφή αλλά και την μάνα. Αυτή με μεγάλωσε όταν χάσαμε την μάνα μας. Όλα μου τα πήρες και δεν μπορεσα ποτε να σε αγαπήσω. Για αυτό και έφυγα. Μεγάλωσες το χρέος μου το είχα κάνει. Όσο για τον πραγματικό σου πατέρα δεν ήξερα και πολλά. Ποτε δεν μιλούσε η αδερφή μου για αυτόν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τον λένε Παύλο Αλεξιου και ότι ποτε δεν έμαθε για την ύπαρξη σου. Αυτά ήταν όλα όσα μου είχε πει η μητέρα σου για αυτόν. Αν θελήσεις να τον ψάξεις είναι δικό σου θέμα πια. Εγώ ότι είχα να πω το είπα και ξέρω ότι ακόμα και να απολογηθώ δεν αξίζω την συγχώρεση σου για αυτό δεν θα ζητήσω συγγνώμη.

ΥΓ: Μέσα στον φάκελο υπάρχει και μια φωτογραφία της μαμάς σου. Την είχα πάντα μαζί μου...Τώρα μπορείς να την κρατήσεις εσυ.

Αφού τελείωσε με το γράμμα κοίταξε την φωτογραφία και μετά εμένα.
«Εικοσιτέσσερα χρόνια» είπα μόνο.
«Λυδια δεν... δεν ξέρω τι να πω αλήθεια»
«Δεν χρειάζεται να πεις κάτι... απλά δώσε μου ξανά αυτή την αγκαλιά...
Την έχω ανάγκη»
«Όσες θες... όσες θες»είπε και με έσφιξε ακόμα ακόμα περισσότερο.
«Έλα...πάμε έξω να πιούμε έναν καφέ να πάρεις και λίγο αέρα... θα νιώσεις καλύτερα» μου πρότεινε και εγώ δέχτηκα.
Ξεχάστηκα λίγο. Ήταν πολύ καλή παρέα. Πολλές φορές δεν μιλούσαμε καν αλλά και μόνο που με κοιτούσε ηρεμούσα.
«Είσαι καλύτερα;»
«Ναι... σε ευχαριστώ για όλα... και συγγνώμη για το ξέσπασμα και όλα τα αλλα»
«Αν θες να ξανά κλάψεις η αγκαλιά μου θα είναι πάντα ανοιχτή» είπε και του χαμογέλασα και ήταν αληθινό χαμόγελο.
«Αστυνόμε μου να μην σε κοιτάζω άλλο... να πηγαίνω και εγώ σιγά σιγά στο σπίτι μου»
«Θα αρχίσουμε πάλι αυτό το παιχνιδάκι; Καλά δεν τα πηγαίναμε;»
«Εντάξει λοιπόν Χάρη... ευχαριστώ για όλα»
«Στην διάθεση σου... το τηλέφωνο μου το έχεις»
«Ναι το έχω..»
«Ελπίζω να το χρησιμοποιήσεις κιόλας»
«Θα το κάνω... να είσαι σίγουρος»
«Να προσεχεις»
«Μάλιστα αστυνόμε» του είπα και μπήκα στο αυτοκίνητο μου.
Του έριξα μια τελευταία μάτια και μετά ξεκίνησα για το σπίτι. Μπήκα μέσα πέταξα τα πράγματα μου και χώθηκα μέσα στο καυτό νερό και μετά αποκοιμήθηκα... δεν ήθελα να μείνω ξύπνια... δεν ήθελα να σκέφτομαι τίποτα... ήθελα να τα σβήσω όλα να ηρεμήσω... να ξεχάσω.

Κάτω Από Τις Σταγόνες Της Βροχής Where stories live. Discover now