Κεφάλαιο 7

2.4K 193 4
                                    

Η μητέρα μου με κοίταξε και κατάλαβε την ειρωνία μου.
«Κι όμως έχουμε πολλά να μου πούμε» μου είπε με το πάντοτε σοβαρό ύφος της.
«Δεν το νομίζω... τα είπαμε όλα τότε στο γραφείο του δικηγόρου»
«Όχι δεν τα είπαμε... Αν τα είχαμε πει όλα τώρα θα ήξερες ότι ξανά παντρεύτηκα» είπε σοβαρά.
Ξανά παντρεύτηκε; Ποτε; Πριν η μετά την συνάντηση μας στον δικηγόρο; Και από εμένα τώρα τι θέλει;
«Δεν με ενδιαφέρει τι κανεις στην ζωή σου... από εμένα τι θες;»
«Το παιδί μου»
«Το ποιο σου;»
«Τον γιο μου»
«Ποιον γιο; Αυτόν που παρατησες νεογέννητο στην αγκαλιά του άντρα σου και είπες ξεκάθαρα ότι δεν είναι παιδί του; Θες το παιδί για το οποίο δεν ρώτησες ούτε μια στιγμή τι κάνει; Που είναι πως ζει; Αυτό το παιδί θες;»
«Δεν παύει να είναι γιος μου και τον θέλω κοντά μου τώρα που παντρεύτηκα... το ίδιο και ο πατέρας του»
«Τι είπες;»
«Αυτό που άκουσες... ήξερα πολύ καλά ποιος είναι ο πατέρας του μικρού από την αρχή εκείνος δεν ήξερε για την ύπαρξη του και τώρα που έμαθε είμαι εδώ για να τον πάρω νόμιμα κοντά μου»
«Δεν θα σε αφήσω... δεν θα σε αφήσω να τον μεγαλώσεις όπως μεγάλωσες εμένα»
«Μην ανησυχείς για αυτό... ο Ορφέας θα τον λατρέψει τον γιο του το ίδιο και εγώ... είναι καρπός ενός έρωτα»
«Σε αντίθεση με εμένα που δεν με θέλησες ποτε σου»
«Η αλήθεια είναι ότι τότε δεν ήθελα παιδί αλλά τι να κάνουμε ατυχήματα συμβαίνουν»
«Αυτό ήμουν για εσένα; Ένα ατύχημα;»
«Μπορείς να το πεις όπως θες... λυπάμαι που μεγάλωσες έτσι αλλά δεν είχα άλλη επιλογή... τώρα όμως έχω και θέλω τον γιο μου»
«Λυδια » ακούστηκε η παιδική φωνή του και εγώ έμεινα ακίνητη.. Κοκάλωσα.
«Αντώνη πήγαινε μέσα» του είπα απότομα.
Ποτε δεν του είχα μιλήσει έτσι και το μετάνιωσα την ίδια στιγμή.
«Αντώνη τον έβγαλες;... έλα εδώ μικρέ»
«Μείνε μακριά του»
«Έλα στην μαμά»
«Λυδια» είπα ξανά ο μικρός.
«Είμαι η μαμα σου Αντώνη... ήρθα να σε πάρω στο σπίτι»
Ο μικρός στο άκουσμα της λέξης "μαμα" έπρεπε στην αγκαλιά της χωρις να το σκεφτεί πολύ.
Που να ήξερε. Που να ήξερε ότι αυτή δεν είναι μάνα.
«Αγοράκι μου... η μαμα ήρθε να σε πάρει»
«Όχι.. δεν μπορείς να τον πάρεις»
«Κι όμως μπορώ... έχω και χαρτιά τα οποία μου επιτρέπουν νόμιμα να πατώ τον γιο μου» είπε και μου έδωσε τα χαρτιά που έβγαλε από την τσάντα της.
Έλεγε την αλήθεια. Και γιατί να μην την έλεγε... Φυσικά και μπορούσε νόμιμα να μου πάρει το παιδί τώρα που υπάρχει και ο πατέρας στην μέση... αν ήταν μόνη εκείνη θα τον έπαιρνα εγώ σίγουρα ακόμα και δικαστικά... Μετά από όσα πέρασα εγώ σίγουρα θα μπορούσα να πάρω την επιμέλεια του... αλλά τώρα... τώρα υπάρχει και πατέρας του μικρού στην μέση και έτσι με μόνο λίγα χαρτιά τον πήρε από κοντά μου... Τον μεγάλωσα δυο χρόνια για να το πάρει από κοντά μου... Έτσι απλά μέσα σε λίγα λεπτά... γέμισα μια βαλίτσα με τα ρούχα και τον παρέδωσα στην δυστυχία. Ευχήθηκα μόνο καθώς τον παρέδιδα στα χέρια της να μην μεγαλώσει όπως εγώ... Ας τον αγαπήσει τουλάχιστον ο πατέρας του αν δεν τον αγαπήσει εκείνη. Σιγά μην τον αγαπήσει... Τέτοια είναι... δεν είναι καν αξία να μιλάει για αγάπη. Ας τον αγαπήσει ο πατέρας του... Αυτό είναι το μόνο που ζητάω... να τον αγαπήσει ο πατέρας του για να μην μεγαλώσει όπως εγώ. Τον άφησα να φύγει με την καρδιά μου άδεια και κενή... τον είχα αγαπήσει πολύ τον μικρό... Μόνη μου τον είχα μεγαλώσει δυο χρόνια. Και τώρα... τώρα δεν είχα ούτε την Νατασα να μιλήσω... να της πω τι έγινε.. πως νιώθω... Μόνο τον Αντρέα είχα.. και αυτόν είχα τρεις μέρες να τον δω λόγω της δουλειάς του.. Αποφάσισα να τον πάρω τηλέφωνο... Τον είχα πολύ ανάγκη.
«Αγάπη μου... πως και αυτό το ξαφνικό»
«Ήθελα να σε ακούσω» του είπα.
«Ναι αλλά είναι Σάββατο και δεν περίμενα να σηκωθείς τόσο νωρίς... αλλά δεν σε ακούω και πολύ καλά.. έγινε κάτι;»
«Μπορείς να έρθεις από εδώ;»
«Τώρα μωρό μου δεν γίνεται είμαι στο τίμημα αλλά μπορώ να περάσω από εκεί το μεσημέρι»
«Εντάξει... θα σε περιμένω... θα τα πούμε όλα από κοντά»
«Εντάξει αλλά ότι και να έγινε προσπάθησε να ηρεμήσεις και υο μεσημέρι θα είμαι στην αγκαλιά σου»
«Ανυπομονώ... καλή δουλειά» του είπα και κλείσαμε με ένα σ αγαπώ.
Περίμενα το μεσημέρι πως και πως μέχρι που φάνηκε στην πόρτα μου... Ειχε αργησει αλλά δεν με ένοιαζε και πολύ.. Έπεσα αμέσως στην αγκαλιά του. Ποσό ανάγκη τον είχα.
«Τι έπαθες αγάπη μου;» Μου είπε και καθίσαμε.
«Η μάνα μου»
«Έπαθε κάτι;»
«Όχι... απλά ήρθε το πρωί εδώ και μου πήρε τον μικρό... νόμιμα εννοείται αλλά δεν ήθελα να φύγει... δεν θέλω να μεγαλώσει όπως εγώ... τον άφησα στην δυστυχία... τον άφησα να ζήσει όπως εγώ»
«Αγάπη μου δεν θα μπορούσες να κανεις κάτι... τον πήρε νόμιμα... το μόνο που έχεις να κανεις είναι να εύχεσαι να έχει αλλάξει και να τον αγαπήσει... τίποτα άλλο δεν μπορείς να κανεις» είπε και με αγκάλιασε ζεστά... Ποσό ανάγκη είχα την αγκαλιά του.
«Το ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα και αυτό είναι που πονάει περισσότερο»
«Θες να μείνω μαζί σου απόψε; Να μην είσαι μόνη σου;»
Ξαφνιάστηκα λίγο... Δυο μήνες βγαίνουμε αλλά ποτε δεν είχαμε μείνει μαζί βράδυ... εντάξει πριν δεν γινόταν κιόλας γιατί ήταν και ο μικρός που δεν ήθελα να αφήνω μόνο του τα βραδια.. δεν το σκέφτηκα παραπάνω και δέχτηκα.
«Θα φτιάξω κάτι πρόχειρο να φάμε εσυ κάνε ανα μπάνιο να χαλαρώσεις» μου είπε και με φίλησε.
Έκανα ότι μου είπε και πραγματικά χαλάρωσα παρα πολύ με αυτό το μπάνιο και φυσικά με την πεντανόστιμη μακαρονάδα που είχε φτιάξει. Μου άρεσε που με πρόσεχε αλλά πιο πολύ μου άρεσε που σήμερα θα εμένε μαζί μου... είχα λίγες μέρες να τον δω και μου φάνηκαν μήνες.. Θέλω να τον βλέπω κάθε μέρα έστω και για λίγο αλλά ξέρω ότι τώρα με την δουλειά του είναι δύσκολο... Μου φτάνει όμως που είναι εδώ τώρα και στέκεται δίπλα μου σε μια δύσκολη στιγμή. Αυτό σημαίνει πολλά για εμένα. Δείχνει ότι νοιάζεται και ότι θα είναι δίπλα μου σε ότι και να χρειαστώ. Αφού φάγαμε μάζεψα τα πιάτα και ξάπλωσα στην αγκαλιά του.... Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να αρχίσω να νυστάζω αλλά δεν ήθελα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν το ποσό όμορφα ένιωθα που ήμουν στην αγκαλιά του... που αυτό το βράδυ θα κοιμόμουν μαζί του αγκαλιά... και θα ένιωθα την ζεστασιά του...
«Κοιμήσου» μου είπε γλυκα.
«Δεν νυστάζω» είπα ψέματα.
Η αλήθεια ήταν ότι νύσταζα. Είχε περάσει η ώρα... Είχε αργήσει και εκείνος να έρθει... που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα... ούτε που κατάλαβα για ποτε βράδιασε.
«Σ αγαπάω» μου είπε.
«Και εγώ Αντρέα πολύ» του είπε και τα βλέφαρα μου άρχισαν να κλείνουν.
Δεν άντεξα παραπάνω... Λίγα λεπτά μετά είχα αποκοιμηθεί.

Κάτω Από Τις Σταγόνες Της Βροχής Donde viven las historias. Descúbrelo ahora