Κεφάλαιο 16

2.2K 174 6
                                    

Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό έξω από την Αθήνα. Η ζωή μου ήταν απλή ήσυχη. Μεγάλωσα μόνο με την μητέρα μου αφού τον πατέρα μου τον έχασα όταν ήμουν πολύ μικρός... Πέντε έξι... ούτε εγώ δεν θυμάμαι... Το μόνο που θυμάμαι ήταν την μάνα μου να μπαίνει μέσα στο σπίτι με τα μάτια της πρησμένα από το κλάμα και δεν την κρατούσαν τα πόδια της. Έτρεξα κοντά της και εκείνη συνέχισε να κλαίει παίρνοντας με στην αγκαλιά της. Ο πατέρας μου πέθανε από καρδιά... τότε δεν μου το είπαν το έμαθα μετά. Ήταν υγιέστατος έτσι νόμιζα. Δεν μου είχαν πει τίποτα για το πρόβλημα με την καρδιά του το οποίο κληρονόμησα και εγώ... στα δώδεκα μου χρειάστηκε να κάνω μια πολύ σημαντική εγχείρηση που γινόταν μόνο στο εξωτερικό από έναν εξαιρετικό γιατρό και η μάνα μου προσευχόταν κάθε μέρα από τότε που είχα την οικονομική δυνατότητα να γίνει αυτή εγχείρηση γιατί τώρα δεν θα ζούσα. Που και που σκεφτόμουν όμως τον πατέρα μου. Ήμασταν τόσο αγαπημένη οικογένεια. Κρίμα που έφυγε έτσι.. Δεν τον έζησα καθόλου. Θυμάμαι όμως που με έπαιρνε μαζί του στο τμήμα και μου μίλαγε για τις υποθέσεις που αναλάμβανε. Με άφηνε εκεί απέναντι του σε μια καρέκλα να τον κοιτάζω που δούλευε. Ήμουν μοναχοπαίδι αλλά δεν δεν με ένοιαζε αν και πολλές φορές θα ήθελα να έχω ένα αδερφάκι για παρέα. Όταν πέθαινε ο πατέρας μου η μάνα μου δεν ξανά παντρεύτηκε και ας ήταν ακόμα πολύ νέα άρα κάθε μου σκέψη για ένα αδερφάκι πήγαινε χαμένη. Δεν παραπονέθηκα όμως όχι... μεγάλωνα και στάθηκα δίπλα στην μητέρα μου στο περισσότερο μπορούσα. Εγώ ήμουν ο άντρας του σπιτιού από την μέρα που έφυγε ο πατέρας εγώ έπρεπε να φροντίσω για όλα. Όταν τελειωσα τις σπουδές μου παράλληλα με την σχολή δούλευα για να βοηθώ την μητέρα μου με τα έξοδα παρόλο που εκείνη την αντίθετη με αυτό.
«Χάρη μου... αγόρι μου δεν είναι ανάγκη να ταλαιπωρείς τον εαυτό σου... τα καταφέρνω εγώ... κοιτα τις σπουδές σου»
«Όχι μάνα... μια χαρά τα πάω με τις σπουδές μου και μια χαρά τα καταφέρνω... είσαι μόνη σου δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα και εγώ είμαι στην Αθήνα την μισή μέρα... είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω... και μην ξανά κάνουμε αυτή την κουβέντα» της έλεγα εγώ και από ένα σημείο και μετά το δέχτηκε.
Σαν τον πατέρα μου και εγώ ήθελα να γίνω αστυνομικός. Πάντα θαύμαζα τον πατέρα μου αλλά και την δουλειά του... από μικρός έλεγα ότι ήθελα να μοιάσω στον πατέρα μου και το κατάφερα και με το παραπάνω....
«Ίδιος ο πατέρας σου»έλεγε η μάνα μου αλλά και η γιαγιά μου και εγώ ένιωθα περήφανος για αυτό.
Οι σπουδές μου πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο παρόλο που ξενυχτούσα για να διαβάζω αφού δούλευα κιόλας αλλά ποτε δεν είπα τίποτα στην μάνα μου. Πάντα με έβλεπε χαμογελαστό και ευδιάθετο ακόμα και αν εγώ ήμουν πτώμα από την κούραση και την αϋπνία. Παράλληλα με την σχολή και την δουλειά πάντα έπρεπε να βρίσκω λίγο χρόνο να βλέπω την Λένα μου. Ήμασταν μαζί μόνο λίγους μήνες μα ένιωθα ότι ήταν ότι καλύτερο είχε τύχει στην ζωή μου τον τελευταίο καιρό. Ήταν η φίλη μια γνωστής μου συμφοιτητριας και έτσι την γνώρισα. Όμορφη κοπέλα με τα ξανθά της μαλλιά να πέφτουν μέχρι τους ώμους της και τα γαλάζια της μάτια να με κοιτούν και εγώ να χάνομαι μέσα τους. Την αγαπούσα και ένιωθα ότι και αυτή το ίδιο έκανε. Ότι με αγαπούσε παρόλο που δεν το έλεγε συχνά. Δεν με πείραζε. Ήμασταν καλά μαζί. Την έβλεπα πάντα μετά το μάθημα παρόλο που ήμουν κουρασμένος και είχα μόνο λίγες ώρες να ξεκουραστώ πριν πάω για δουλειά.
«Μωρό μου... πρέπει να βρισκόμαστε πιο συχνά.. μου λείπεις.. δεν θέλω να σε βλέπω μόνο για μια ώρα»
«Το ξέρω Λένα μου.. έχεις δίκιο... λίγο υπομονή μόλις τελειώσω την σχολή θα με έχεις όλο δικό σου»
«Αγάπη μου θες έναν χρόνο ακόμα... και εγώ σε έχω ανάγκη»
«Το ξέρω... υπομονή όλα θα φτιάξουν» της είπα και την αγκάλιασα.
Όμως τίποτα δεν έφτιαξε. Λίγο καιρό μετά άρχισε εκείνη να μην μπορεί και ν έχει δουλειά όταν εγώ τελείωνα το μάθημα με αποτέλεσμα από εκεί που την έβλεπα κάθε μέρα έκτος από την Κυριακή που την αφιέρωνα στην μάνα μου να την βλέπω δυο φορές και αυτές με το ζόρι. Άρχισα να πιστεύω ότι έφταιγα εγώ... ότι δεν την έβλεπα όσο εκείνη θα ήθελε ακόμα και αν πίεζα το προγραμμα μου που να ήξερα όμως ότι εκείνη... η γυναίκα που νόμιζα ότι με αγαπούσε είχε βρει άλλον πίσω από την πλάτη μου και εμένα με κορόιδευε. Είχα σχολάσει εκείνη την ώρα. Την έπαιρνα τηλέφωνο να βρεθούμε αλλά δεν απαντούσε και παρόλο που ένιωθα κουρασμένος επέμενα να την δω γιατί είχα πολλές μέρες που δεν την έβλεπα όμως εκείνη ξανά δεν μπορούσε. Περνούσα από την καφετέρια που δούλευε η Ειρήνη η συμφοιτητρια μου και φίλη της όταν ξαφνικά την είδα να μπαίνει μέσα αγκαλιά με έναν άλλον. Η καρδιά μου έσπασε στα δυο εκείνη την στιγμή όμως δεν άφησα τον εαυτό μου να δείξει την αδυναμία του. Μαζεψα όλο το κουράγιο μου και μπήκα μέσα στην καφετέρια και την κοίταξα στα μάτια... όπως όταν με κοιτούσε εκείνη και μου έλεγε σ αγαπώ. Δεν χρειάστηκε να της μιλήσω... και μόνο με το βλέμμα που της έριξα κατάλαβε ότι η κοροϊδία έλαβε τέλος. Βγήκα από την καφετέρια και εκείνη με ακολούθησε.
«Χάρη» ήταν το μόνο που είπε και έκανα το λάθος να γυρίσω να την κοιτάξω.
«Μην πεις τίποτα»
«Θα το τελειώναμε έτσι και αλλιώς... δεν έβγαινε... δεν μπορούσα να σε δω καθόλου»
«Δεν με νοιάζει που το διαλύσαμε Λένα... με νοιάζει που τον τελευταίο μήνα με κοιτούσες στα μάτια και μου έλεγες σ αγαπώ ενώ παράλληλα τα έλεγες και σε εκείνον»
«Θα στο έλεγα»
«Όχι αν δεν σε έβλεπα θα συνέχιζες να μα κοροϊδεύεις..» της είπα αλλά δεν την άφησα να δώσει την απάντηση της γιατί απομακρύνθηκα.
Γύρισα στο σπίτι και προσπάθησα να χαμογελάσω όσο μπορούσα αλλά από την αντίληψη της μάνας δεν ξεφεύγει τίποτα.
«Τι έχεις εσυ σήμερα;» Με ρώτησε την ώρα που τρώγαμε.
«Τίποτα μάνα...κουραστική μέρα»
«Και να ήταν μόνο η σημερινή κουραστική.... αφού σε βλέπω... μπορεί να χαμογελάς και να δείχνεις κεφάτος αλλά είσαι κουρασμένος»
«Μάνα να χαρείς μην τα πεις σήμερα... σε παρακαλώ»
«Γιατί αγόρι μου τι έχεις; Έγινε κάτι στην σχολή;»
«Όχι μάνα τίποτα... απλά δεν ήταν πολύ καλή η μέρα μου»
«Η Λένα;»
«Ααα ρε μάνα... όλα τα καταλαβαίνεις»
«Μιλα μου Χάρη μου... μάνα σου είμαι δεν θέλω να σε βλέπω έτσι... μην με στεναχωρεις»
«Εσυ δεν θέλω να στεναχωριέσαι για τίποτα ακούς; Για τίποτα... εγώ είμαι εδώ και ας μην με βλέπεις συνέχεια μέσα στο σπίτι είμαι εδώ για εσένα»
«Θα μου πεις τι έγινε;»
«Το διαλύσαμε μάνα αυτό μόνο»
«Και γιατί σκας αγόρι μου; Θα βρεις ακόμα γυναίκας στην ζωή ένα σορό... δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία... μην κοιτάς εμένα... που πήγα και βρήκα έναν άντρα και αυτόν παντρεύτηκα» είπε και γελάσαμε.
Αυτή η γυναίκα δεν έχανε ποτε το κέφι της... Πάντα είχε όρεξη να κάνει την πλάκα της.
«Σου λείπει καθόλου;»
«Και το ρωτάς; Αλλά άλλο είναι το θέμα μας τώρα... δεν θα αφήσεις ποτε καμία γυναίκα να σε κάνει ότι θέλει αλλά δεν θα την κανεις και εσυ ποτε ότι θέλεις... μια σχέση θέλει ισορροπία... και αν με αυτή δεν πήγε καλά θα πάει με την επόμενη και αν όχι με την άλλη και με την άλλη... είσαι μικρός ακόμα... μην μείνεις στην πρώτη απογοήτευση έχεις πολλά να δεις και να μάθεις ακόμα..»

Κάτω Από Τις Σταγόνες Της Βροχής Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang