Κεφάλαιο 1

6K 291 10
                                    

Αδιαφορία.. Ναι έτσι ζούσα.. μέσα στην αδιαφορία.. Για πολλά χρόνια... Από μικρό παιδί που ήμουν θυμάμαι από ποτε δεν βίωσα κανένα μητρικό αλλά ούτε και πατρικό συναίσθημα. Η μητέρα μου πάντα απούσα από το σπίτι. Ο πατέρας μου μονίμως στην δουλειά του.. Ο πατέρας μου αγαπούσε μόνο την δουλειά του. Όταν ήμουν ακόμα μικρή θυμάμαι ότι αναζητούσα μια αγκαλιά ένα χάδι λίγη αγάπη αλλά πάντα έπεφτα σε τοιχο... Θυμάμαι ένα βράδυ πρέπει να ήμουν πέντε ή έξι χρονών όταν ξύπνησα κλαίγοντας από έναν εφιάλτη... περίμενα ότι θα έρθει κάποιος από τους δυο να με αγκαλιάσει να με καθησυχάσει.. να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Κανεις δεν ήρθε... Αποφάσισα να πάω εγώ στο δωμάτιο τους.. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ... ήθελα παρέα να νιώθω ασφάλεια σιγουριά... Ποσό μικρή και ποσό αθώα ήμουν. Το φως της κρεβατοκάμαρας των γονιών μου ήταν ανοιχτό.. δεν είχαν κοιμηθεί ακόμα... Περίεργο.. ήταν αργά.. Ο μπαμπάς πάντα έπεφτε νωρίς για ύπνο... Ήταν πάντα κουρασμένος από την δουλειά...Με τα χρόνια φυσικά ανακάλυψα ότι απλά έπεφτε νωρίς για ύπνο για να αποφύγει την μαμα. Στάθηκα έξω από την πόρτα του δωματίου τους και άκουσα φωνές.
Μάλωναν; Κλασικά... Πάντα μάλωναν.. Τους είχα ακούσει πολλές φορές να μαλώνουν. Μια φορά τόλμησα να ρωτήσω γιατί μάλωναν και το μόνο που άκουσα ήταν την αυστηρή φωνή της μητέρας να μου λέει να μην ανακατεύομαι και να κοιτάζω την δουλειά μου. Δεν ξανά μίλησα από εκείνη την μέρα και ούτε ανακατεύτηκα ξανά στους καυγάδες τους.. κάθε φορά που μάλωναν κλεινόμουν στο δωμάτιο μου και περίμενα να σταματήσουν. Την φοβόμουν την μαμα μου... Εντάξει ο πατέρας μου αδιαφορούσε πάντα για εμένα ούτε καν με κοιτούσε.. Σημασία δεν μου έδινε.. Ήμουν δεν ήμουν στο σπίτι για αυτόν το ίδιο ήταν.. Την μάνα μου όμως την φοβόμουν... Φοβόμουν εκείνο το βλέμμα που που έριχνε πάντα.. ένα βλέμμα όλο μίσος αδιαφορία... Ένα τέτοιο βλέμμα μου έριξε και εκείνο το βράδυ όταν κατάλαβε ότι κρυφάκουγα.
«Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα πνίγομαι.. τ ακούς; Πνίγομαι» άκουσα την μαμα μου να φωνάζει.
«Και εμένα γιατί μου το λες; Το παιδί είναι δίκη σου δουλειά. Όχι δίκη μου»
Ο πατέρας μιλούσε ήρεμα αλλά η μαμα συνέχισε να φωνάζει.
«Δεν το θέλω.. δεν αντέχω άλλο.. έχω εγκλωβιστεί εδώ μέσα εξαιτίας της»
«Κάνε ότι θες.. εμένα δεν με απασχολεί» είπε ο πατέρας και ξάπλωσε γυρίζοντας της την πλάτη.. Έκανα να φύγω και να γυρίσω στο δωμάτιο μου... αρκετά είχα ακούσει.. όμως χτύπησα πάνω σε ένα έπιπλο καθώς έφυγα τρέχοντας και η μαμα με πήρε χαμπάρι.
«Τι κανεις εσυ εδώ; Γιατί δεν κοιμάσαι;»είπε αυστηρά.. πάντα έτσι μου μιλούσε... δεν με ήθελε και σήμερα την είχα ακούσει να το λέει ξεκάθαρα.
«Είχα... είχα εφιάλτες» απάντησα δειλά.
«Πήγαινε αμέσως για ύπνο.. αμέσως.. και μην σε ξανά δω ξύπνια τέτοια ώρα» μου φώναξε και έτρεξα στο δωμάτιο μου.
Εκείνη την νύχτα η παιδική και ακόμα αθώα μου ψυχή έγινε χίλια κομμάτια. Οι γονείς μου δεν με ήθελαν ήταν φανερό πια.. το είχαν πει ξεκάθαρα.. Η μαμα το είχε πει... το είχε φωνάξει «Δεν το θέλω» Έκλαψα πολύ εκείνη την νύχτα... Άρχισα να πιστεύω ότι είχα κάνει εγώ κάτι λάθος και δεν με ήθελαν. Τι αφελής που ήμουν.. τι αθώα.. Ένα παιδί που δεν ήξερε τι να υποθέσει. Από εκείνη την μέρα δεν ξανά μίλησα και δεν ενόχλησα κανέναν από τους δυο... Στην πραγματικότητα ένιωθα σαν να ζω μόνη μου.. και έτσι ήταν.. Η μαμα άρχισε να λείπει όλο και πιο συχνά ο μπαμπάς έλειπε από την αρχή πάντα... Μόνη ζούσα και απλά κάποιες ώρες της ημέρες τύχαινε να πέφτω πρόσωπο με πρόσωπο με δυο αγνώστους που ζούσαν μέσα σε αυτό το σπίτι. Όμως έτσι ήταν.. ήμουν άγνωστη μεταξύ αγνώστων..Παρολο που δεν ενδιαφερομουν για αυτούς και δεν ενδιαφέρονταν για εμένα συνέχισαν μαλώνουν. Ακόμα και να μην ήμουν εγώ η αιτία πάντα θα έβρισκαν μια για να μαλώσουν. Αλλά είχα πάψει να ασχολούμαι... Τα έκανα όλα μόνη μου... Μόνη μου έβαζα να φάω μόνη μου έφτιαχνα κάθε βράδυ την τσάντα για το σχολείο μου μόνη μου πήγαινα μέχρι την στάση που ήταν πιο κάτω από το σπίτι για να με πάρει το σχολικό και διάβαζα πάντα μόνη μου.. Ήμουν άριστη μαθήτρια και ήμουν πολύ περήφανη που τα είχα καταφέρει τόσο καλά μόνη μου αλλά σε ποιον να μιλήσω για τις επιτυχίες μου; Σε όλη μου την ζωή είχα μια φίλη και μοναδική την Εύα.. Στην αρχή το έβλεπα απλά ότι είχα μια φίλη για να παίζω και να λέω και εγώ τα μυστικά μου... Δεν ήταν καθόλου έτσι... Ανακάλυψα αργότερα καθώς μεγάλωνα ότι την είχα περισσότερο ανάγκη από ότι φανταζόμουν... Ήταν το άτομο το οποίο κυριολεκτικά στηρίχθηκα πάνω του και δεν ένιωθα ποια μόνη... μέχρι που με πρόδωσε.. Τελικά καλά λένε ότι στην ζωή σου δεν μένει κανεις εκτός από την οικογένεια.. μόνο που εμένα δεν μου είχε μείνει ούτε οικογένεια... Δεν είχα οικογένεια.. δεν ένιωσα ποτε ότι έχω οικογένεια.. Δεν βίωσα τι είναι αγάπη.. για αυτό και την πάτησα... Νόμιζα ότι ήξερα τι θα πει να αγαπάς αλλά στην πραγματικότητα δεν ήξερα τίποτα... Άκουγα τα αλλά παιδιά να μιλάνε για τους γονείς τους στο σχολείο με τόση αγάπη.. και ειδικά για την μαμα τους.. Να λένε το ποσό τα αγαπάει ότι τα φροντίζει ότι πάντα τους έλεγε καληνύχτα πριν κοιμηθούν τους διάβαζε παραμύθια.. Εγώ δεν ήξερα τίποτα από όλα αυτά... Και στην αρχή όταν τα άκουγα όλα αυτά ένιωθα και τύψεις γιατί εγώ τους γονείς μου τους μισούσα δεν τους αγαπούσα όπως όλα τα παιδάκια.. Ναι ένιωθα και τύψεις από πάνω... Τι χαζή που ήμουν τελικά. Κανεις δεν μου έμαθε τίποτα εμένα. Συγγνώμη λάθος... κάτι μου έμαθαν... αλλά όχι αυτοί αλλά ποι πράξεις τους.. Μου έμαθαν να αδιαφορώ και εγώ και να μην μου καίγεται καρφί για ότι συμβαίνει γύρω μου. Ακόμα και αν πλήγωσα κάποιον στην πορεία της ζωής μου άθελα μου είχα μάθει να μην ενδιαφέρομαι και έτσι πήγαινα παρακάτω... Δεν μου άρεσα έτσι αλλά τι να κάνω έτσι με μάθανε..Μάρτυς μου ο θεός αν κάνω ποτε στην ζωή μου παιδιά δεν θέλω να γίνω σαν την μάνα μου και αν ποτε αδιαφορήσω για αυτά θα ευχηθώ να με πάρει κοντά του την ίδια κιόλας στιγμή... Δεν θέλω να γίνω σαν την μάνα μου... Αλλά πως θα δώσω εγώ αγάπη όταν δεν ξέρω καν πως είναι να σε αγαπάνε; Όταν δεν ξέρω τι είναι αγάπη; Όταν δεν ξέρω τι σημαίνει σ αγαπώ. Ούτε οι γονείς μου αγαπιούνται... Το έβλεπα το βίωνα κάθε μέρα... μεγάλωσα στο σπίτι της αδιαφορίας.. έτσι το έλεγα. Κανεις δεν αγαπούσε κανέναν και κανεις δεν ενδιαφέρονταν για κανέναν. Ένα βράδυ πάλι μαλώνανε. Ήμουν στο δωμάτιο μου και διάβαζα αλλά πι φωνές της μάνας μου ακούγονταν πολύ καθαρά.
«Θα φύγω από εδώ μέσα τ ακούς; Θα φύγω.. δεν αντέχω άλλο... μου έχετε καταστρέψει την ζωή εσυ και αυτό το παιδί»
Σηκώθηκα και έκλεισα την πόρτα του δωματίου μου για να μην ακούω.. Δέκα χρονων πρέπει να ήμουν τότε. Είχα ακούσει και χειρότερα.. αυτό δεν ήταν τίποτα. Δεν κατάλαβα ποτε γιατί συνέχισα να είμαι η αιτία για τους καυγάδες τους αφού ούτε που ασχολιόμουν μαζί τους... σαν σκιά ζούσα μέσα στο σπίτι.. Φοβόμουν ακόμα και να μιλήσω για να μην τους ενοχλήσω.. όταν ήταν αυτοί σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού εγώ πήγαινα σε ένα άλλο για να μην με βλέπουν και τους ενοχλεί η παρουσία μου... Για να μην τους βλέπω εγώ. Ποσό μπορείς να ζεις μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Πόσο να αντέξεις; Όλα τα αντιμετώπιζα μόνη μου... την εφηβεία μου τα προβλήματα μου όλα.. Όλα τα έκανα μόνη μου... Πόνεσα έκλαψα απογοητεύτηκα αλλά όλα αυτά αθόρυβα τα βραδια στο δωμάτιο μου. Δεν είχα ποτε μου ένα στήριγμα έναν ώμο να ακουμπήσω να κλάψω... Κάποιον να μιλήσω για τα προβλήματα μου τις ανησυχίες μου. Τα αντιμετώπιζα όλα μόνη μου.. και όλα αυτά με έκαναν έναν άνθρωπο σκληρό που δύσκολα εμπιστευόταν τους άλλους και δεν έκανε παρέες.. Ναι δεν απέκτησα άλλη φίλη μετά την Εύα.. εντάξει αυτό είναι ψέμα έκανα άλλη μια.. Την Νατασα αλλά ποτε δεν στηρίχθηκα πάνω της όπως έκανα με την Εύα... Ενώ την δίπλα μου συνέχεια νοιαζόταν εγώ απλά την κρατούσα σε απόσταση γιατί φοβόμουν την προδοσία την απογοήτευση.. Και είχα απογοητευτεί πολλές φορές στην ζωή μου.. Όμως όλα αυτά που βίωσα δημιούργησαν και τον χαρακτήρα μου. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ήταν αν είχα μεγαλώσει μέσα στην αγάπη... Δεν μπορούσα καν να φανταστώ πως ήταν να έχεις γονείς που σε αγαπάνε. Για εμένα αυτό είναι παραμύθι φαντασία.. Εγώ σε αντίθεση με τα αλλά παιδιά κάθε βράδυ ονειρευόμουν πως είναι να σε αγκαλιάζει η μαμα σου για να σου πει καληνύχτα.. πως είναι να σου δείχνει στοργή και αγάπη.. ονειρευόμουν ότι ήταν δίπλα μου.. μου χάιδευε τα μαλλιά και περίμενε μέχρι να κοιμηθώ. Ανοησίες γιατί όπως είπα ήταν απλά όνειρα.. Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Αλλά έτσι είχα μάθει να ζω.. Ονειρευόμουν την ώρα και την στιγμή που θα έφυγα από αυτό το σπίτι. Αχ ποσό ήθελα να φύγω.. Μόνη μου ζούσα και τώρα μόνη μου θα ζω και αν φύγω καμία διαφορα. Ήθελε τόσο να μεγαλώσω να φύγω μακριά τους.. Να ηρεμήσουν και αυτοί και η μάνα μου να μπορέσει επιτέλους να αναπνεύσει ελεύθερα γιατί όπως έλεγε πάντα πνιγόταν μέσα στο σπίτι και φυσικά εξαιτίας μου. Μα όλα φάνταζαν μακρινά στα παιδικά μου μάτια μέχρι που έφτασε η στιγμή που μπήκα στο πανεπιστήμιο. Και εκεί ξεκίνησαν ξανά οι καυγάδες που δεν σταμάτησαν ποτε μόνο που τότε συμμετείχα και εγώ σε αυτούς.

Κάτω Από Τις Σταγόνες Της Βροχής Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin