Κεφάλαιο 17ο.

184 18 0
                                    

~ Θεσσαλονίκη ~

" Μη τολμήσεις να γυρίσεις πίσω στο σπίτι ξανά! Το κατάλαβες! " συνεχίζει να φωνάζει στον Παύλο ενώ με γρήγορες κινήσεις βάζει τα ρούχα του μέσα σε μια παλιοβαλίτσα.

" Χαρούλα άκουσε με σε παρακαλώ!"

" Μη με ακουμπάς! Μη λες κουβέντα! " του ξανά λέει.

" Ήθελα να βοηθήσω το παιδί μας! Μόνο αυτό ήθελα! "

" Και τα έκανες σαν τα μούτρα σου! Είναι δυνατόν να βάζεις ξένο κόσμο για να τον δείρει! Είναι δυνατόν! " του λέει.

" Έχω να μιλήσω με τον Στρατή πάνω από δύο μήνες! Προσπαθώ να τον βοηθήσω για να μην πέσει στα χέρια αυτού του ηλίθιου και έτσι μου το ξεπληρώνεις; " απαντά με την σειρά του. Η αλήθεια είναι πως είχε ένα δίκιο σε όλη τη κατάσταση. Καθένας πατέρας το ίδιο θα έκανε.

" Είναι ο βιολογικός του πατέρας Παύλο! Δεν μπορείς να τον εμποδίσεις! Εξάλλου μόνος του επέλεξε να πάει στην Κρήτη και να μείνει εκεί. Ο Ζήσης τον θεωρεί νεκρό. Μη το ξεχνάς! "

" Και πάλι αγάπη μου! Εγώ τον μεγάλωσα! Εγώ είμαι ο πατέρας του! Εγώ τον νοιάζομαι. Ο Ζήσης είναι ένα απλό καθίκι! Ένας άνθρωπος που τον ένοιαζε η πάρτη του μόνο  και σε άφησε μια γυναίκα με ένα παιδί! "

" Και εσένα η πάρτη σου σε ένοιαζε πρωτού με γνωρίσεις καλύτερα! Τα χωράφια μου ήθελες και τίποτα παραπάνω! " του επισήμανε υψώνοντας την φωνή της.

" Εγώ όμως ενδιαφέρθηκα! Μέχρι τότε που γέννησες τον μικρό ήμουν δίπλα σου! "

" Θυμίσου λίγο εκείνες τις ημέρες που με έριχνες στο κρεβάτι...Ήθελες εμένα; Αυτοπροσώπως εμένα η κάτι άλλο;"
έλεγε υπαινικτικά.

" Τα λόγια που είπε ο Ζήσης την ημέρα που γέννησες δεν τα είπα όμως. Ήταν βαριά λόγια. Λόγια που δε τα λες στη γυναίκα, που τι γυναίκα δηλαδή, παιδί ήσουν ακόμα τότε  που θα γεννούσε το παιδί του! " λέει. Εκείνη την στιγμή η Χαρούλα αγανάκτησε.

" Ξέρεις κάτι. Φτάνει η συζήτηση αυτή. Πάρε την βαλίτσα και φύγε. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να μείνω μόνη μου. Απλά φύγε. " του αποκρίνεται. Εκείνος, με ένα θλιμμένο ύφος, παίρνει την βαλίτσα και ανοίγει την πόρτα. Πρωτού βγει έξω βγάζει από την τσέπη του την βέρα και τα κλειδιά του.

" Αυτά δώστα μου όταν θελήσεις εσύ. " της λέει και πετάει τα κλειδιά  και την βέρα του στο έπιπλο της τηλεόρασης.

Με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα, περπατά ως το αυτοκίνητό του. Βάζει την βαλίτσα στα πίσω καθίσματα και κάθεται στην θέση του. Δύο αναπάντητες κλήσεις από την Δέσποινα. Το ανοίγει και απλά το πετάει έξω από το παράθυρο. Βάζει μπρος και φεύγει γκαζώνοντας.

" Ανάθεμα την βεντέτα...Τα ένοχα μυστικά. "Onde histórias criam vida. Descubra agora