Κεφάλαιο 15ο.

190 20 1
                                    

~ Κρήτη ~

Μολονότι ο Ζήσης ήταν εδώ και λιγοστές μέρες στο χωριό, ούτε ένας τον είχε πάρει είδηση. Ακόμα και ο ίδιος δεν έβγαινε από το σπιτικό του. Καλά έκαμε; Κακά έκαμε; Μόνο ένας Θεός ήξερε. Και εκείνος επίσης ήξερε τι θα συμβεί. Τι θα γίνει από την στιγμή που θα πατήσει το πόδι του στα στενά του Ηρακλείου. Ο Κωστής με την Σταυρούλα έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να τον εμποδίσουν να δει την Στέλλα στο ψυχιατρείο. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να περιμένει. Ούτε δέκα το πρωί δεν ήταν και βγήκε στον κεντρικό δρόμο, στην πλατεία, για να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο, ωσότου βρει δικό του για να μπορεί να μετακινείται. Τα πόδια του πατούσαν χώμα κρητικό και αντρίκιο που είχαν δεκαοκτώ χρόνια να πατήσουν. Δεν είχαν γίνει τεράστιες αλλαγές αλλά το βασικότερο είχε αλλάξει. Η νοοτροπία. Η νοοτροπία ήταν αλλιώτικη και διαφορετική. Σύγχρονη και χωρίς δισταγμούς τώρα πια. Δεν ένοιαζε κανέναν το θα πει ο κόσμος, αλλά τι θα πει η καρδιά και το μυαλό. Η ψυχή ήταν μαύρη όμως. Μαύρη και άραχνη με γκρίζα τούβλα που θα γκρεμίζοταν από την καθημερινότητα και την ρουτιανισμένη ζωή. Τούτο φαινόταν μόνο και μόνο από τις συνήθειες των χωρικών. Έπιναν τον καφέ τους και δεν γύρευαν κανένα χωρικό. Τους ενδιέφεραν μόνο τα δικά τους προβλήματα και κανενός άλλου.

Όπως και εκείνοι, είχε και αυτός το δικό του πρόβλημα. Μαυροντυμένος όπως πάντα, με καλοξυρισμένο μούσι, είχε έναν επιβλητικό, αρρενωπό χαρακτήρα. Κάθε γυναίκα τον κοιτούσε στο πέρασμά του. Γυρνούσαν όλες το βλέμμα τους πάνω του αλλά εκείνος έκαμε πως δεν τις παρατηρούσε.

Προχωρούσε στα στενά, λίγο πριν το χωριό. Σε κάθε βήμα του ένιωθε να τον πλησιάζουν ακόμα περισσότερο. Δυό άντρες. Ο ένας φαλακρός, με γκρίζο πουκάμισο και ο άλλος κοντοκουρεμένος με μπλε αμάνικο φανελάκι. Είχαν έντονα χαρακτηριστικά και εύκολα τους θυμόταν κάποιος. Ένα βήμα έκανε εκείνος, δέκα έκαμαν αυτοί. Ώσπου άρχισε να ψιλιάζεται τι συνέβαινε. Επιτάχυνε το βήμα του και εκείνοι επίσης. Δεν άντεξε. Γύρισε μονομιάς και τους αποκρίθηκε.

" Γυρεύετε πράμα; " ρώτησε αλλά κανείς τους δεν απάντησε. Αντίθετα, τον πλησίασαν περισσότερο. Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. Τότε ο φαλακρός άνδρας τον χτύπησε στην κοιλιά. Ο άλλος τον κλωτσούσε και τον έσερνε στους τοίχους σαν να ήταν σκουπίδι. Εκείνος δεν μπορούσε να αντιδράσει. Ήταν ένας και εκείνοι δύο. Αργά η γρήγορα τον αποτελείωσαν, αφήνοντας τον σχεδόν αναίσθητο στην μέση του δρόμου, αφού κάποιος τους αντιλήφθηκε και το έβαλαν στα πόδια. Προκειμένου να μην μπλέξει όμως, δεν έκανε κανένα κόπο να τον πλησιάσει και να τον βοηθήσει. Έμεινε ανήμπορος και μόνος.

" Ανάθεμα την βεντέτα...Τα ένοχα μυστικά. "Onde histórias criam vida. Descubra agora