Κεφάλαιο 1

408 23 8
                                    

Ντριν Ντριν , ο εφιάλτης που λέγεται ξυπνητήρι άρχισε πάλι να χτυπά και επειδή βαρέθηκα να το ακούω σηκώθηκα από το κρεβάτι και το βάρεσα μπας και σκάσει. Η ώρα εννιά πολύ νωρίς για Χριστουγεννιάτικες διακοπές αλλά η κολλητή μου η Ιωάννα θα έρθει να με πάρει να πάμε για τα Χριστουγεννιάτικα δώρα. Ξέρετε παραμονή, όλη η πόλη θα έχει κατέβει στο κέντρο να πάρει δώρα, γλυκά και ο,τι άλλα θα ήθελαν οι αγαπημένοι τους, εγώ ένα ήθελα μόνο , τον παιδικό μου φίλο πίσω,τόσα πολλά ζητώ; Να έρθει να μου μιλήσει και να ρίξει τον εγωισμό του, μου λείπει ρε γαμώτο μου λείπει που θα πάει θα τον ξανά συναντήσω... τον θέλω πίσω τον θέλω έστω και για φίλο, γιατί εξαφανίστηκες έτσι ρε Άλεξ, γιατί;

Άρπαξα το make-up μου και το conciler ,Μπας και καταφέρω και κρύψω τους μαύρους κύκλους που έχω από το χθεσινό hangover, ανακάτέβω τα Μαλλία μου , και τα πιάνω σε μια ψηλή αλογοουρά και πριν προλάβω να απλώσω το διάφανο lip gloss μου πάνω στα σχετικά μικρά χείλια μου, ακούω μια τσιρίδα από την κουζίνα να με καλεί...

''ΕΛΕΝΗ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΟΟΟ''

Με το που το ακούω ανοίγω την πόρτα και γουρλώνω τα μάτια μου, είμαι πεινασμένη από εχθές ούτε φιστίκια δεν είχε το μπαρ. Με το που μύρισα τηγανιτό μπέικον πήγα και στρογγυλοκάθισα στο σκαμπό της κουζίνας κοιτώντας την μαμά μου στα μάτια ρωτώντας την ένα πράγμα

'' Έχει και τηγανίτες;;;'

' Έγνεψε καταφατικά και ξαφνικά ένιωσα πιο πολύ όρεξη για τα πάντα μέχρι... Μέχρι που χτύπησε η πόρτα και όταν άνοιξα είδα την Ιωάννα μπροστά μου με αυτό το χαζοχαρούμενο ύφος που έχει πάντα ε, τελικά χλαπακιάσαμε , μια δύο και τρέξαμε να προλάβουμε το λεωφορείο, όταν καθίσαμε στην στάση γιατί το λεωφορείο δεν είχε έρθει, η Ιωάννα τινάζει τα περιποιημένα της μαλλιά και με ρωτάει.

"Τι θες για τα Χριστούγεννα εσύ τελικά;" Με ψαρεύει για να μου πάρει δώρο αλλά δυστυχώς δεν μπορεί κανείς να μου πάρει αυτό που θέλω...

"Δεν θέλω κάτι, αλλά κάποιον, και ξέρεις πολύ καλά ποιον..."

"Δεν καταλαβαίνω το κόλλημα σου με αυτόν τον τύπο, εσύ εξάλλου δεν ήσουν με τον Δημήτρη πρι λίγο καιρό"

"Ναι ήμουν αλλά και οι δύο ξέρουμε τι έχει συμβεί"Λέω και κατεβάζω το κεφάλι μου κοιτάζοντας τα σκεπασμένα από γάντια χέρια μου.

"Άσε εμένα, εσύ τι θες;"Λέω προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα, κάτι που φαίνεται να πιάνει.

"Παπούτσια, με ξέρεις, ποτέ δεν έχω αρκετά"

"Αν σε ξέρω λέει" Ευτυχώς της έχω πάρει παπούτσια. Εκείνη την ώρα έρχεται το λεωφορείο με προορισμό το εμπορικό κέντρο, αποφασίσαμε να πάμε στο εμπορικό μιας και έχουμε να πάμε καιρό, όταν κατεβήκαμε από το λεωφορείο μπήκαμε στο πρώτο κατάστημα που βρήκαμε μπροστά μας, και επί μισή ώρα προσπαθούσε να μου πάρει ένα πολύ κοντό ροζ φόρεμα, είναι το αγαπημένο μου χρώμα αλλά παρα είναι κοντό. 

Ο φιλος απο τα παλιαWhere stories live. Discover now