ΚΕΦΑΛΑΙΟ 93

166 11 0
                                    

Ακούγεται κόρνα αυτοκινήτου και καταλάβαμε ότι έρχεται η Έλλη.
Έφτιαξα λίγο το κοστούμι του Παύλου και του Γιώργου και ξανασταθηκα δίπλα απο τον Άγγελο.

Α: Εμένα δεν θα με φτιάξεις;

Γύρισα και τον κοίταξα με χαμόγελο και του έφτιαξα τον γιακά απο το πουκάμισο του.

Ε: Κούκλος είσαι!
Α: Ότι μπορώ κάνω!

Γέλασα ελαφρά και γύρισα για να δω την Έλλη να έρχεται αγκαζε με τον πατέρα της.
Είναι πανέμορφη!
Κοίταξα τον Παύλο και έλιωνε στην θέα της.

Ο: Μπαμπααα!

Φώναξε ο Ορέστης και έτρεξε στον Παύλο.

Π: Αγόρι μου!

Τον φίλησε και τιν κράτησε στην αγκαλιά του.

Π: Είδες τι όμορφη μαμά έχεις;
Ο: Ναι! Και εσύ είσαι ομολφος. Εγώ ζεν ειμαι;
Π: Εσύ είσαι ο πιο όμορφος απο όλους.

Γέλασε ντροπαλά ο Ορέστης και ο Παύλος τον άφησε κάτω για να του παραδώσει την Έλλη ο πατέρας της.

Π: Είσαι πανέμορφη!
Ελ: Κι εσύ!

Φιλήθηκαν και μπήκαμε στην εκκλησία.

(...)

Ελ: Λοιπον κορίτσια,οι ελεύθερες ας μαζευτούν στο κέντρο να πετάξω την ανθοδέσμη.

Είπε η Έλλη, αλλά εγω δεν κοιμήθηκα βήμα. Συνέχισα να τρωω τα κουφέτα.
Με πλησίασε η Μαρία και με σκούντηξε.

Ε: Σιγά μαρή θα μου πέσουν τα κουφέτα.
Μ: Τράβα να κάτσεις εκεί με τις άλλες για την ανθοδέσμη.
Ε: Γιατί; Δεν είμαι ελεύθερη.
Μ: Και για τις ανύπαντρες έλεγε.
Ε: Αα μάλιστα.

Είπα και πάλι δεν κουνήθηκα.
Μου πήρε τα κουφέτα απο το χέρι και με έσπρωξε μέχρι το μπουγιο με τις άλλες κοπέλες.

Ε: Σοβαρά τώρα;
Μ: Σουτ!

Η Έλλη πέταξε την ανθοδέσμη και που αλλού θα μπορούσε να πάει; Όχι, πείτε μου. Στα χέρια μου φυσικά.
Με πλησίασε με αγκάλιασε και μου ευχήθηκε με το καλό.

Μ: Αμα σου λεω εγώ πήγαινε,να με ακούς.
Ε: Ρε αντε απο'δω.
Α: Παντρεύεσαι εε;
Ε: Μάλλον ναι!
Α: Άντε με το καλό!
Ε: Να σαι καλά!

Γελάσαμε και του έδωσα ενα φιλι.

Ε: Λοιπόν,εγω έχω να πάρω τους γονείς της Έλλης και τον Δημητράκη.
Α: Θες να παω να σε περιμένω σπίτι και όταν τους αφήσεις να έρθεις και να φύγουμε μαζί;
Ε: Μχμ...
Α: Ωραία, πάω σπίτι τότε.

Love always wins darkness ❣️Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora