κεφάλαιο 26

41 4 1
                                    

" Φοβάμαι.. " κάποια δάκρυα ξέφυγαν από τα μάτια της. Τόση ώρα προσπαθούσε να τα κρατήσει ,μα δεν τα κατάφερε.

" Τι φοβάσαι ρε χαζό ; Μια μικρή αδιαθεσία θα είναι . Απλά να το επιβεβαιώσουμε πάμε . " Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το νοσοκομείο.

Μα όλα από μια μικρή αδιαθεσία ξεκινάνε. 

.....

Η αναμονη εξω απο τα επείγοντα , εκαναν τους παντες να πεθαινουν απο την αγωνια. Η Αλεξια  ειχε πολυ ωρα που ειχε μπει μεσα στο δωματιο , ενω οι υπολοιποι περιμεναν απεξω. Ο φοβος ηταν φανερος στα προσωπα και των τριων φιλων. Ο καθενας σκεφτοταν και απο εναν διαφορετικο λογο αυτης της τοσο ξαφνικης της αδιαθεσιας. 

"Ρε μαλακα λες να μας ετοιμαζεται κανα διαδοχο και ανησυχουμε τζαμπα;" του πεταξε ο Σταυρος καποια στιγμη , ενω καπνιζε στην ακρη του παραθυρου. Ακούγοντας το  αυτο ο Στεφανος, μονο που δεν πνίγηκε απο τον καπνο που εισηλθε στο λαιμο του. 

"Πας καλα ρε μαλακα; Να με στειλεις και μενα στα επειγοντα θες;" του αντιγυρισε με νευρο εκεινος.  Δεν ηξερε ουτε ο ιδιος ποιο θα ηταν το χειροτερο σεναριο αυτης της αδιαθεσιας. Ετρεμε μονο και μονο στη σκεψη.

Ο γιατρος μεσα στην αιθουσα κοιτουσε την νεαρη ασθενη με συμπονοια, μιας και μετα απο τοση ωρα και τοσες εξετασεις , αυτο το αποτελεσμα δεν το περιμενε . Δεν ηταν πολλες οι φορες που ειχε βρεθει σε παρομοια περιπτωση και πραγματικα δεν ηξερε πως να το αντιμετωπισει. Αναθεμα , ειχε μπροστα του μια εικοσαχρονη κοπελα. Πως γινεται να πεις σε ενα τετοιο κοριτσι κατι τετοιο. 

"Αλεξια , εχουμε θεμα. Το εχεις καταλαβει νομιζω;" η Αλεξια πασχιζε να κρατησει τα δακρυα της. Ενας ακομη πονος,ομως, στο στηθος την εκανε να αφεθει και να τα αφησει πλεον ελευθερα να κυλησουν πανω στα μαγουλα της. Ο γιατρος προτιμησε να την αφησει να ξεσπασει. Ηταν ανώφελο να πει δυο λογια παρηγοριας. Τι να σου κανουν δυο λογια εξαλλου; 

Οταν επιτελους στερεψε απο δακρυα, εκεινος ηταν ετοιμος να τις μιλησει ανοιχτα για την κατασταση της .

"Εχουμε δυο ογκους Αλεξια μου. Δυο ογκους στο στηθος σου. Δεν ειναι ομως σε προχωρημενο σταδιο. Εισαι νεα Αλεξια, θα το αντιμετωπισουμε ολο αυτο . Δεν ηρθε το τελος του κοσμου , θα το ξεπερασουμε" 

Δεν εβγαλε αχνα . Δεν μιλησε ουτε για ενα λεπτο ξανα. Ζητησε απλα να μην πει τιποτα εξω στα παιδια και βυθιστηκε στη σιωπη της. Τα ματια της δεν ειχαν αλλα δακρυα να βγαλουν. Εκεινη στεκοταν αμιλητη στην πορτα περιμενοντας να φυγουν απο κει μεσα.

 "Θα μας πεις τι εγινε;" Η Ανθη ηταν εκεινη που μιλησε. Εβλεπε την φιλη της να πονα, το εβλεπε στο προσωπο της. 

"Μια ιωση, τιποτα σπουδαιο, παμε;" Ο Στεφανος την παρατηρουσε σκεπτικος απο την γωνια. Δεν την πιστεψε ουτε δευτερολεπτο, μα δεν ηθελε να την πιεσει για το οτιδηποτε, μπροστα στα παιδια. 

"Σιγουρα ειναι ολα καλα, ετσι;" της ειπε απλα εκεινος. Δεν τον κοιταξε καν στα ματια, κουνησε απλα το κεφαλι της καταφατικα και ξεκινησε προς την εξοδο. Οι τρεις τους πισω εμειναν να την κοιτουν χαμενοι. Κανενας τους δεν την πιστεψε, ολοι τους ηξεραν οτι κατι κακο συνεβαινε. 

Μπηκαν στο αμαξι οι δυο τους. Εβαλε μπρος και ξεκινησε για το σπιτι του. Εκεινη στριμωχτηκε στην ακρη και εκλεισε τα ματια της σφιχτα. Ειχε ξημερωσει πια, η ωρα ηταν περασμενες 7 και η διαδρομη μεχρι το σπιτι ηταν το λιγοτερο αβολη. Κανεις τους δεν τολμησε να μιλησει. Τι να ελεγαν εξαλλου. 

Μπαινοντας στο σπιτι του , η Αλεξια κατευθυνθηκε αμεσως στο δωματιο και ξαπλωσε.  Τα ποδια της δεν την κρατουσαν αλλο ορθια, αλλο λιγο και θα επεφτε κατω. Εκεινος αφησε τα πραγματα τους πανω στον καναπε και την ακολουθησε. Σταθηκε στην πορτα και την κοιταξε. Φαινοταν τοσο αβοηθητη , τοσο ευθραυστη. Τι στο καλο της ειπε ο γιατρος; Τι εχει;, σκεφτηκε

"Το ξερεις οτι σ'αγαπαω με ολη μου τη ψυχη ετσι;" της ειπε, μη περιμενοντας απαντηση. "Το ξερεις οτι απο τη μερα που σε γνωρισα , εχεις φερει τα πανω κατω στη ζωη μου, την εχεις κανει μπαχαλο , αλλα δεν με νοιαζει καθολου. Το ξερεις οτι ο,τι και να συμβει, θα το ξεπερασουμε μαζι ετσι;" εκεινη κρατησε τους ληγμους της με οση δυναμη ειχε. Τον ενιωσε να την πλησιαζει και να καθεται στο κρεβατι διπλα της. " Οτι και να συμβαινει μωρο μου, θα περασει, μ'ακους."το χερι του χαιδευε απλα τη πλατη της. Εκεινη δειλα δειλα σηκωσε το κεφαλι της και τον κοιταξε. 

"Ξαπλωσε μαζι μου" ψιθυρισε εκεινη. Αμεσως ξαπλωσε διπλα της , αντικριστα με εκεινη, περνωντας το χερι του γυρω της. 

" Κοιμησου και οταν ξυπνησεις θα μιλησουμε και θα δουμε τι θα κανουμε μαζι, ενταξει μωρο μου;" αφησε ενα φιλι στη μυτη της. Εκεινη του χαμογελασε δειλα, κλεινοτας τα ματια της. 

Μα οτι και να ειχε να αντιμετωπισει , θα επρεπε να το αντιμετωπισει μονη της πια. Γιατι εκεινη ηταν υπευθυνη για οτι της συνέβαινε. Και δεν αξιζε σε κανεναν να ποναει εξαιτιας της. 



Γεια σας!

Μετα απο τοοοσο καιρο, μπηκε επιτελους κεφαλαιο. 

~ερις~

Μη με διώχνεις.Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin