Μια Φορά κι Έναν Καιρό

51 7 20
                                    


Σαν να το βλέπω μπροστά μου... Εγώ και η αδελφή μου θα περνούσαμε μερικές μέρες στο σπίτι της θείας μας. Πρέπει να ήμουν 10 χρονών τότε και η αδελφούλα μου 8.

''Μαμά δεν θέλω να μείνω με την θεία Μπέλλα!'', τσίριξα μέσα στο αυτοκίνητο πριν κατεβούμε, φτάνοντας στον προορισμό μας.

''Μα νόμιζα ότι σου άρεσε να μένεις με την θεία Μπέλλα'', μου απάντησε η μαμά μου.

''Ναι αλλά στο σπίτι της έχει αυτά τα τέρατα! Δεν θέλω να με φάνε!'', συνέχιζα να κλαψουρίζω.

''Δεν είναι τέρατα αγάπη μου...'', με διόρθωσε ο μπαμπάς μου. ''Είναι και αυτά ζώα όπως όλα τα άλλα. Απλά λίγο μεγαλύτερα. Εξάλλου, δεν θα σε πείραζαν ποτέ! Ούτε εσένα, ούτε κανέναν αρκεί να μην προσπαθήσεις να τα βλάψεις'', συνέχισε.

''Εμένα μου αρέσουν πολύ!!!'', φώναξε η αδελφή μου πηδώντας από το αυτοκίνητο και τρέχοντας προς την πόρτα. 

Αναγκάστηκα τότε να κατέβω και γω. Ο μπαμπάς και η μαμά μου πήραν τα πράγματά μας και κατευθυνθήκαμε όλοι προς το σπίτι της θείας. Μπαίνοντας στον κήπο, ήρθαμε αντιμέτωποι με την παρουσία αυτών των θηρίων. Τα δύο λιοντάρια, ο Μπρόντι και η Λίντα, σηκώθηκαν στα πόδια τους και αγκάλιασαν στην κυριολεξία τους γονείς μου, οι οποίοι ανταπέδιδαν τα χάδια. Μετά τα ζώα στράφηκαν προς την αδελφή μου, την Άννα, τρίβοντας τα κεφάλια τους στο δικό της και βγάζοντας έναν ήχο σαν γουργουρητό. Εμένα δεν με πλησίασαν καθώς πρέπει να καταλάβαιναν πως δεν ήθελα πολλά πολλά μαζί τους. Βέβαια κάτι τέτοιο αρνούταν να κατανοήσει ο Τόνι, ο οποίος από τότε που μπορώ να θυμηθώ πάντα ερχόταν πάνω μου και με μύριζε, γυρεύοντας για χάδια και παιχνίδια, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να άπλωνα το χέρι μου να αγγίξω κάτι που είχε τόσο μεγάλα δόντια! Μπροστά σε κάθε άνθρωπο, πόσο μάλλον σε εμάς που ήμασταν παιδιά, αυτά τα ζώα ήταν τεράστια... Ευτυχώς για εμάς την εμφάνισή της έκανε πάνω στην ώρα η θεία μου! Έτρεξα αμέσως στην αγκαλιά της για να με σηκώσει στα χέρια της και κάπως έτσι να γλιτώσω από τον Τόνι. 

Αφού καθίσαμε λίγο όλοι στην αυλή πίνοντας καφέ και πορτοκαλάδα και τρώγοντας τα νόστιμα κουλουράκια κανέλας που έφτιαχνε η χρυσοχέρα θεία μου, ήρθε η ώρα των γονιών μου να μας αφήσουν.

''Αντίο Μπέλλα!'', χαιρέτησαν την θεία μου και έπειτα γύρισαν προς το μέρος μας. ''Υπόσχεστε να είστε καλά παιδιά?'', ρώτησαν.

''Ναι'', απαντήσαμε.

''Εντάξει τότε. Όταν επιστρέψουμε θα φέρουμε παγωτό!'', μας είπαν και γέλασαν.

Circo Di DoloreWhere stories live. Discover now