Το Κλουβί

42 6 17
                                    


Αγαπητό ημερολόγιο,

Είμαι βαθύτατα στενοχωρημένη τις τελευταίες μέρες. Εδώ και μία εβδομάδα μένω στο σπίτι που άφησε η πολυαγαπημένη μας θεία σε εμένα και την αδελφή μου. Ποιός θα το περίμενε! Η Άννα πάντα αγαπούσε τα κατοικίδια της θείας και τώρα που έχει την ευκαιρία να μένει μαζί τους, εκείνη αποφάσισε να ταξιδεύει μαζί με την μαμά και τον μπαμπά, σε καταφύγια άγριων ζώων. Από την άλλη εμένα που πήρε πολύ καιρό να τα συνηθίσω, μα στο τέλος εγώ είμαι αυτή που μένει μαζί τους και τα φροντίζει. Είναι πολύ δύσκολο να κρατώ το σπίτι καθαρό και τον κήπο, ενώ παράλληλα να περιποιούμαι τις πληγές των ζώων και να τα ταΐζω. Και όλα αυτά, αφού έχω έρθει από την δουλειά εντελώς εξαντλημένη! Μακάρι όμως αυτά να ήταν τα μόνα μου προβλήματα!

Βλέπεις, πριν μια εβδομάδα, μετά την κηδεία της θείας, ήρθα κατευθείαν εδώ. Ανοίγοντας την εξώπορτα και μπαίνοντας στον κήπο, ήρθα αντιμέτωπη με τρείς μελαγχολικές μεγάλες γάτες. Τα ζώα έπεσαν πάνω μου και άρχισαν να τρίβονται γουργουρίζοντας, σαν να έψαχναν για παρηγοριά. ''Τί είναι καλά μου? Σας λείπει η θεία? Και μένα... μου λείπει πολύ'', τους είπα και τα καημένα με ακολούθησαν μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Η πρώτη μου κίνηση ήταν να χτυπήσω το κουδούνι, μα γνωρίζοντας πως κανείς δεν ήταν εκεί πλέον για να μου ανοίξει, έβγαλα τα κλειδιά από την τσάντα μου και αφού κοντοστάθηκα λίγο, μπήκα μέσα. Κανένα από τα ζώα δεν με ακολούθησε. Στέκονταν όλα στην πόρτα κοιτάζοντας το εσωτερικό του σπιτιού, λες και περίμεναν κάτι να συμβεί. ''Ελάτε μέσα βρε, μην φοβάστε'', προσπάθησα να τα καλοπιάσω και περιέργως εκείνα με άκουσαν. Είχαμε μείνει και οι τέσσερεις να περιπλανιόμαστε στον χώρο λες και δεν ξέραμε που να πάμε. Τόσο μεγάλο αυτό το σπίτι, κι όμως μας έπνιγε... Δειλά η Λίντα αποφάσισε να ανεβεί τις σκάλες και όλοι μας την ακολουθήσαμε. Όταν έφτασε στον επάνω όροφο, άρχισε να βαδίζει στο διάδρομο, κοιτάζοντας αριστερά της και δεξιά της, τα δωμάτια, πίσω από τις μισάνοιχτες πόρτες τους. Τέλος σταμάτησε έξω απ΄το δωμάτιο της θείας, σπρώχνοντας με το κεφάλι της την πόρτα του δωματίου για να ανοίξει. Δεν τόλμησε να μπει μέσα. Από την άλλη ο Μπρόντι, κάθισε και εκείνος έξω απ' το δωμάτιο σαν να περίμενε πότε θα βγει η θεία μου από εκεί να παίξει μαζί τους. Έτσι αποφάσισα να κάνω εγώ το πρώτο βήμα, μπαίνοντας στο δωμάτιο και χαζεύοντας τα πράγματά της. Άνοιξα την ντουλάπα της και μέσα βρήκα τα ρούχα της, τα οποία μύριζαν ακόμα από το άρωμά της... Ο Τόνι δεν άντεξε άλλο, δεν μπορούσε να δεχτεί το γεγονός πως θα έπρεπε να ζει τώρα χωρίς την θεία... Το έβαλε στα πόδια, κατευθυνόμενος προς την αυλή. 

Circo Di DoloreWhere stories live. Discover now