Καληνύχτα

43 7 12
                                    


'Μα εσείς... Έχετε κι εσείς σημάδια! Σας μαστίγωσαν? Κλειώ?', αναφώνησε η Μπέλλα, πηγαίνοντας πάνω κάτω, πίσω απ΄τα κάγκελα.

'Μπέλλα... Ξέρεις τι έγινε?', τη ρώτησε η Κλειώ, κλαίγοντας.

'Έλα έλα... Ηρέμισε... Όλοι περάσαμε δύσκολα σήμερα...', την παρηγόρησε ο Τζόννυ, κρύβοντάς την στην αγκαλιά του.

'Να μαντέψω? Σας έβαλαν να ανεβείτε στη σκάλα και να περνάτε μέσα από στεφάνια?', ρώτησε η Λίντα και η τίγρης έγνευσε καταφατικά.

'Οι παλιάνθρωποι! Θα τους δείξω εγώ!', φώναξε η Κλόη.

'Α ναι? Και πώς θα το κάνεις αυτό δηλαδή?', την ειρωνεύτηκε ο Μπρόντι.

'Θα βρώ τρόπο. Απλώς δεν έχω βρει ακόμη το τέλειο σχέδιο', του απάντησε απότομα η Κλόη με τα μάτια της να λάμπουν από οργή. 

Η Κλόη ήταν πολύ τολμηρή και πολύ ζόρικη, θα μπορούσα να πω. Ήταν νέα και έβραζε το αίμα της, δεν θα ανεχόταν να της φέρονται έτσι, όχι για πολύ. Μπορούσε εύκολα να καταλάβει κανείς πως ο Μπρόντι την κοιτούσε με θαυμασμό και πως εκείνη σχεδόν έχανε τα λόγια της κάθε φορά που τα βλέμματά τους συναντιόνταν. Βέβαια, καμία δεν είχε θέση στην καρδιά του Μπρόντι, όπως η Λίντα και αυτό η Κλόη το γνώριζε καλά. Ίσως αυτό να αποτελούσε έναν ακόμη λόγο που συνήθιζε να τσακώνεται μαζί του. Μιας και φαίνονταν όλοι πολύ κουρασμένοι, η Μπέλλα είπε να μην τους συγχίσει άλλο με τις ερωτήσεις της και να πέσει για ύπνο. Μα πώς να πέσεις για ύπνο όταν ξέρεις πως ο ύπνος δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά ένα διάλειμμα από την κόλαση? Πλησίασε τον Τόνι, για να δει αν κοιμάται μιας και ήταν ακόμη  ξαπλωμένος. Εκείνος όμως την πήρε χαμπάρι που τον κοίταζε και δίχως να ανοίξει τα μάτια του της είπε απότομα: 

'Τί θέλεις καλή μου κοπέλα? Δεν βλέπεις ότι κοιμάμαι?'

'Καλά πώς κάνεις έτσι? Ήθελα μόνο να δω αν είσαι καλά', του φώναξε.

'Καλά είμαι. Τώρα φύγε πάνω απ΄το κεφάλι μου!'

'Μα δεν μπορώ να κοιμηθώ!'

'Και εμένα τί με νοιάζει?'

'Αν δεν σε νοιάζει, τότε γιατί με υπερασπίστηκες?', του είπε, κι εκείνος απλά της γύρισε την πλάτη του.

'Εδώ μέσα έχω μάθει να υπερασπίζομαι τους φίλους μου, ενάντια σε ανθρώπους σαν εσένα'

'Σαν εμένα? Κοίταξέ με! Σου μοιάζω με άνθρωπο? Και αν θες να ξέρεις εγώ ποτέ δεν έχω πειράξει ζώο', παραπονέθηκε και εκείνος γύρισε να την κοιτάξει.

'Έχουν συμβεί πράγματα που δεν γνωρίζεις. Μπροστά στα μάτια μου έχουν πέσει νεκρά πολλά ζώα από τα χέρια της Μπιάνκα και όχι μόνο. Ξέρεις γιατί είσαι εδώ? Η Μπιάνκα σκότωσε τις δύο τίγρεις που είχε καθώς επίσης και ένα γέρικο αρσενικό λιοντάρι. Τους χτύπησε με ρεύμα επειδή αρνούνταν να κάνουν το νούμερό τους, όμως ο Μπόμπι είχε προβλήματα με την καρδιά του και δεν άντεξε το ηλεκτροσόκ'

'Όταν ένα ζώο δεν κάνει το νούμερό του μπροστά στο κοινό, οι θηριοδαμαστές νιώθουν ότι ρεζιλεύονται. Τι ξέρουν αυτοί από ρεζιλίκι? Κοίτα πως έχουμε καταντήσει εμείς', συμπλήρωσε η Κλόη.

'Τί απέγινε στις δύο τίγρεις?', ρώτησα.

'Εκείνες επέζησαν από το ηλεκτροσόκ, όμως απ΄τη στιγμή που αρνούνταν να κάνουν το νούμερό τους και επιτίθονταν συνέχεια στην Μπιάνκα και τον Μάριο, μετά τον θάνατο του Μπόμπι, έπρεπε να τιμωρηθούν. Τις άφηναν νηστικές μέχρι να λογικευτούν. Εκείνες βέβαια επέλεξαν την πείνα η οποία και τους έκλεισε τα μάτια', συνέχισε ο Τόνι.

'Λυπάμαι...', του είπε η Μπέλλα. 'Σε ευχαριστώ πάντως που με υποστήριξες'

'Ποιό είναι το νόημα? Δεν σε έσωσα. Δεν κατάφερα να σώσω κανέναν, ούτε τον εαυτό μου. Πάντως και εγώ σε ευχαριστώ, γιατί κι εσύ με υποστήριξες. Τελικά, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Ξέρεις παλιά ήμουν φίλος με τους ανθρώπους, πολύ παλιά'

'Αλήθεια?'

'Ναι. Γεννήθηκα σε ζωολογικό κήπο. Εκεί μεγάλωσα. Ήταν πολύ ωραία, δεν υπήρχε κανείς να με χωρίσει από την οικογένειά μου, είχα πάντα νερό και φαγητό και ιατρική περίθαλψη και αρκετό χώρο για να τρέχω και να παίζω. Είχα μάλιστα και ένα δέντρο όλο δικό μου όπου ανέβαινα κάθε βράδυ και κοιτούσα από κάτω όλον τον ζωολογικό κήπο! Όποτε έβλεπα άνθρωπο, ήξερα ότι είχε έρθει για να μου φέρει φαί ή ότι ήθελε απλά να φωτογραφηθούμε. Ενώ τώρα δεν ξέρω τι να περιμένω πια...'

'Και πώς κατέληξες εδώ?'

'Ο ζωολογικός έπρεπε να κλείσει. Δεν έχω μεγαλώσει στην φύση, έτσι δεν θα ήξερα πως να επιβιώσω ακόμη κι αν με άφηναν εκεί. Έτσι όλα τα ζώα, μοιράστηκαν σε άλλους ζωολογικούς κήπους. Κάποια περίσσεψαν... Μέσα σε αυτά ήμουν και γω μαζί με τις δύο τίγρεις που σου ανέφερα και τον κολλητό μου τον Μπόμπι. Μετά ήρθαμε εδώ και... τα υπόλοιπα τα ξέρεις...'

'Δεν τα ξέρω... Ούτε εσύ τα ξέρεις. Μπορεί να βγούμε από εδώ μέσα! Θα βρούμε τη λύση!', του απάντησε θέλοντας να του δώσει θάρρος κι εκείνος της χαμογέλασε κάπως.

'Μπέλλα... Τί χρώμα έχει ο ουρανός? Το έχω πλέον ξεχάσει...', είπε χαμηλόφωνα δείχνοντας την τέντα πάνω απ΄τα κεφάλια τους. 'Άντε τώρα, πήγαινε για ύπνο', της είπε ήρεμα, σαν να ήθελε να την αποτρέψει από το να ελπίζει. 

'Καλά...', αποκρίθηκε εκείνη, σκύβοντας το κεφάλι και πηγαίνοντας στην γωνιά της. 'Περαστικά', του ψιθύρισε, πριν κλείσει τα βλέφαρά της. 

'Καληνύχτα', της ψιθύρισε κλείνοντας κι εκείνος τα βλέφαρά του.


Circo Di DoloreWhere stories live. Discover now