Πως Ξεκίνησαν Όλα

49 6 24
                                    


''... Σε ένα μακρινό χωριό όπου ο ήλιος το έβλεπε πάντα τελευταίο από τα υπόλοιπα, λούζοντας με τις αχτίδες του τα λίγα, μικρά σπιτάκια του, οι μετρημένοι στα δάχτυλα κάτοικοί του, περνούσαν πολύ όμορφα κάνοντας ένα σορό δουλειές για να τα βγάλουν πέρα'', συνέχισε.

''Μόνο δουλειές έκαναν?'', πετάχτηκε η Άννα κάνοντας την θεία Μπέλλα να ξεσπάσει σε γέλια.

''Κυρίως δουλειές'', της απάντησε η θεία.

''Κάτσε Άννα να ακούσουμε τη συνέχεια!'', την μάλωσα εγώ μόλις κατάλαβα πως ετοιμαζόταν να κάνει άλλη μία ερώτηση. 

''Καλά...'', μούγκρισε η αδελφή μου.

''Λοιπόν, στο χωριό αυτό, εκτός από όλους τους καλούς ανθρώπους, ζούσε και μία πολύ μοχθηρή μάγισσα, την οποία κανείς δεν πλησίαζε και όλοι αδυνατούσαν να την κοιτάξουν στα μάτια. Αυτό την έκανε να νιώσει τόσο μόνη. Όσο περισσότερο απομονώταν, τόσο περισσότερο η καρδιά της γέμιζε με μίσος για τους ανθρώπους που την περιέβαλλαν. Μόνος της φίλος ήταν ένας γέρικος λύκος, ο οποίος κατέβαινε κάθε πανσέληνο από την πλαγιά του βουνού και την συντρόφευε τα βράδια, γρυλίζοντας παράλληλα σε όποιον προσπαθούσε να πλησιάσει το σπίτι της. Μάλιστα πολλοί νόμιζαν πως ο λύκος δεν ήταν άλλος από τον άνδρα της, για τον οποίο φήμες έλεγαν πως δεν είχε πεθάνει όπως πολλοί νόμιζαν, αλλά πως τον είχε μετατρέψει η ίδια σε αυτό το θηρίο που έτρωγε τα πρόβατα των χωρικών. Μία μέρα ένας βοσκός που ήταν πολύ άρρωστος, έστειλε τον 12χρονο γιο του να βοσκήσει τα πρόβατα. Ο γιός του δεν γύρισε ποτέ. Όλο το χωριό βάλθηκε να ψάχνει το βουνό σπιθαμή προς σπιθαμή όταν το μόνο που βρήκαν ήταν τα ρούχα του αγοριού και μερικά οστά και μαλλί προβάτων, βουτηγμένα στο αίμα. Έτρεξαν όλοι τότε στο σπίτι της μάγισσας οργισμένοι. 'Εσύ φταις που πέθανε ο μικρός! Ο λύκος σου τον έφαγε!', πετάχτηκε ο ένας. 'Μετέτρεψες τον άνδρα σου σε κτήνος, μα εσύ είσαι το μεγαλύτερο κτήνος εδώ. Να φύγεις από το χωριό μας!', πετάχτηκε ένας άλλος. 'Μη χάνεται άλλο το χρόνο σας και σκοτώστε την μάγισσα! Είναι άνθρωπος του Σατανά, δεν το βλέπετε?', φώναξε ο πατέρας του αγοριού, κάνοντας ένα βήμα πιο μπροστά από το πλήθος. Η μάγισσα, η οποία στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού της, κοιτούσε έντρομη τους χωρικούς, σφίγγοντας περισσότερο το μαντίλι που κάλυπτε το πρόσωπό της. Το χέρι του πατέρα, σηκώθηκε και ήταν έτοιμος να βάλει φωτιά στο σπίτι της αλλά και στην ίδια με τον δαυλό που κρατούσε και κινούσε επικίνδυνα προς το μέρος της, όταν από το πουθενά όρμισε πάνω του ο λύκος και τον κατασπάραξε μπροστά σε όλους, γρυλίζοντας και ουρλιάζοντας στους υπόλοιπους για να φύγουν. Όλοι έκαναν ένα βήμα πίσω, εκτός από τον κυνηγό του χωριού, ο οποίος σκότωσε τον λύκο με την καραμπίνα του. Στη θέα της σφαίρας να διαπερνά το κρανίο του ζώου αφήνοντας το αίμα να πιτσιλίσει το μακρύ φόρεμά της, η μάγισσα σωριάστηκε κάτω, βρέχοντας με τα δάκρυά της το άψυχο πλέον ζώο. Όλοι είχαν μείνει να την κοιτούν, όταν εκείνη αποφάσισε να σηκώσει τα χέρια της στον ουρανό προκαλώντας αστραπές και επαναλαμβάνοντας τα εξής λόγια: 'Να νιώσουν την πίκρα που νιώθω, χορεύοντας με τέσσερα πόδια το χορό του μαρτυρίου'.

Circo Di DoloreWhere stories live. Discover now