ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33

62 8 4
                                    

1992

Όλα κυλούσαν ομαλά. Λίγο καιρό μετά το γάμο μας, ο πατέρας μου βρήκε δικό του σπίτι, μια μικρή γκαρσονιέρα κοντά στο δικό μας. Πήγαινα συχνά και τον έβλεπα, πολλές φορές μαζί με τα αδέλφια μου. Εγώ και η Λίζα τα πηγαίναμε καλά. Όχι τέλεια, απλώς καλά. Είχαμε συνηθίσει πλέον τη ρουτίνα του γάμου και είχαμε μπει σε μια καθημερινότητα, όπου ο έρωτας και η αγάπη μετατρέπονταν σιγά- σίγα σε συνήθεια. Αν την αγαπούσα ακόμα; Ναι, φυσικά και την αγαπούσα.

Όμως εκείνη είχε σταματήσει να μου το λέει και είχε γίνει μια αφοσιωμένη νοικοκυρά. Καθάριζε με μανία όχι μόνο το δωμάτιο μας, αλλά και το υπόλοιπο σπίτι, αφήνοντας έτσι αρκετό ελεύθερο χρόνο στη μητέρα μου, η οποία εξακολουθούσε να βγαίνει με τον Λιβανό. Η Λίζα σπάνια έβγαινε έξω, μόνο για να ψωνίσει για το σπίτι, ή για να επισκεφθεί τους δικούς της. Αυτό όμως ήμουν αποφασισμένος να το αλλάξω. Δεν θα την είχα μια ζωή υπηρέτρια.

Μια μέρα, μπήκα στο κυρίως σπίτι και είδα κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου: η Λίζα σφουγγάριζε το χολ σαν μανιακή, ενώ η μάνα μου καθόταν στον καναπέ κι έβαφε τα νύχια της. Πλησίασα και της είπα:

«Δεν μου λες, τι τη βρήκες τη Λίζα, υπηρέτρια;» Η Λίζα σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε, αλλά δεν μίλησε.

«Χρυσό μου, μόνη της προσφέρεται να κάνει τις δουλειές.»

«Κι επειδή προσφέρεται, εσύ την αφήνεις;! Να κάνεις κι εσύ τίποτα! Εγώ τη Λίζα τη θέλω για μένα, απέναντι, να καθαρίζει το δωμάτιο μας και να προσέχει τα παιδιά μας!» φώναξα.

«Α, για να σου πω...» ύψωσε τον τόνο της φωνής της και αυτή. «Όταν δεν κάνει δουλειές αδειάζει όλο το ψυγείο, η αγελάδα! Αν δεν καίει κάπου τις θερμίδες της θα γίνει τεράστια!»

Αυτό ήταν. Η μάνα μου τόση ώρα καθόταν στον καναπέ που ήταν γυρισμένος προς το χολ και δεν ήξερε ότι η Λίζα ήταν εκεί, αλλά και να το ήξερε δεν θα την ένοιαζε! Η Λίζα πέταξε κάτω τη σφουγγαρίστρα και βγήκε έξω τρέχοντας.

«Λίζα; Λίζα!» πήγα να την προλάβω, όμως μετά γύρισα προς τη μάνα μου νευριασμένος: «Σε άκουσε, ηλίθια!» της φώναξα εκτός εαυτού.

«Για πρόσεχε λίγο τη γλώσσα σου! Πολύ αέρα πήρες μου φαίνεται! Και αν μ' άκουσε, δεν με νοιάζει! Καλύτερα, μπας και χάσει κανένα κιλό!»

«Θα τα πούμε μετά.» της είπα με θυμό κι έφυγα.

Τη βρήκα απέναντι. Καθόταν στο κρεβάτι κι έκλαιγε βουβά.

Ο ΧαμένοςWhere stories live. Discover now