ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (1981)

68 12 4
                                    

Δύο μήνες πέρασαν από τότε. Η μητέρα της Λίζας γέννησε αγόρι και λίγες μέρες μετά, οι γονείς μου, μου ανακοίνωσαν πως περίμεναν παιδί. Εγώ παρέμεινα αδιάφορος.

"Δεν χαίρεσαι, Λέανδρε μου;" με ρώτησε η μήτερα μου με παράπονο.

"Όχι." Τους απάντησα ειλικρινά.

"Γιατί, γιε μου;" Ο πατέρας μου.

"Θα έχεις αδελφάκι." Προσπάθησε να με χαροποιήσει η μάνα μου, μάταια όμως.

"Εμένα με ρωτήσατε αν ήθελα;" τους ρώτησα, χωρίς να πάρω απάντηση.

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

"Ένα μωρό θα ήταν η οικονομική καταστροφή μας." Ισχυρίστηκα.

"Δεν κάνει να τα λες αυτά, Λέανδρε. Ένα μωρό φέρνει πάντα τη χαρά και την ευτυχία."

"Η οποία ευτυχία θα είναι προσωρινή, μέχρι εσύ να ξαναρχίσεις να ξοδεύεις!" Της φώναξα.

"Πρόσεχε πως μιλάς στη μητέρα σου, μικρέ! Έχει αλλάξει!" Με μαλώσε ο πατέρας μου.

"Προσωρινά, πατέρα. Να το θυμάσαι αυτό." Του είπα και κλείστηκα στο δωμάτιο μου.

Ένιωθα σαν να μην είχα οικογένεια, αφού και ο πατέρας μου, που ήταν κάποτε σύμμαχος μου, τώρα υποστήριζε τη μάνα μου. Ήμουν μες στα νεύρα εκείνη την εποχή. Οι γονείς μου έπαψαν να νοιάζονται για μένα και όσο περνούσαν οι μήνες, τόσο περισσότερο αδιαφορούσαν και ασχολούνταν με το μωρό που θα ερχόταν. Εγώ έκανα διαφορά για να τους εκνευρίζω και τσακωνόμασταν. Μόνο έτσι αισθανόμουν πως υπήρχα κι εγώ σε εκείνο το σπίτι.

Φυσικά, η Λίζα ήταν παρηγοριά για μένα και μου στάθηκε πραγματική φίλη. Μόνο όταν πήγαινα σχολείο και την έβλεπα ηρεμούσα. Δέχτηκα να πάω μια μέρα μετά το σχολείο σπίτι της για φαγητό και να γνωρίσω την οικογένεια της, παρόλο που ήξερα ότι δεν θα συμπαθούσα τα τρία μικρότερα αδέλφια της, μαζί με τον μπέμπη που ήταν πλέον τριών μηνών. Ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι, μια μεζονέτα με σοφίτα και κήπο. Μας υποδέχτηκε μια αρκετά παχουλη γυναίκα, με γυαλιά οράσεως που φορούσε ποδιά.

"Μάνα, να σου συστήσω τον Λέανδρο, συμμαθητή και κολλητό μου." Με σύστησε η Λίζα.

Η μητέρα της μου χαμογέλασε και μου έσφιξε εγκάρδια το χέρι λέγοντας:

"Χάρηκα πάρα πολύ, αγόρι μου. Εγώ είμαι η Ιουλία." Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η μπαλκονόπορτα και όρμησαν μέσα δύο ξανθά ζιζάνια καθώς πλακώνονταν. Η Λίζα έτρεξε και τους χώρισε φωνάζοντας:

Ο ΧαμένοςWhere stories live. Discover now