ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (1983)

66 11 8
                                    

Ανυπομονούσα να τελειώσουν οι γιορτές, αυτή τη φορά όχι για να δω τη Λίζα, αλλά τη Γεωργία. Δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα και δεν τα είχαμε πει τόσο καιρό, οπότε, όταν ξανασυναντηθήκαμε στο σχολείο είχαμε πολλά να πούμε. Δεν παραξενεύε τους φίλους μας ότι μας έβλεπαν συνέχεια μαζί στα διαλείμματα. Το περίμεναν φαίνεται! Ακόμα και η Λίζα, όταν της είπα ότι τη φίλησα, δεν έδειξε να ζηλεύει.

"Πώς ηταν;" με ρώτησε μόνο.

"Το φιλί; Υγρό και.. είχε γεύση κεράσι νομίζω."

"Ιού! Αηδία!" Αναφώνησε εκείνη.

"Θες να σε κάνω ν' αλλάξεις γνώμη;" τη ρώτησε ο Περικλής και έκανε πως πάει να τη φιλήσει.

"Άντε χάσου ρε βλάκα!" Τον έβρισε και τον έσπρωξε εκείνη.

Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες, υπερβολικά γρήγορα. Μπορώ να πω ότι εκείνη ήταν η μοναδική περίοδος που δεν έβρισκα το σχολείο βαρετό. Έφτασε ο Μάιος και πλησίαζε το τέλος της χρονιάς. Μια μέρα, Σάββατο απόγευμα ήτανε, είχε πολύ καλό καιρό και αποφασίσαμε να πάμε σε μια καφετέρια εγώ, η Λίζα, ο Περικλής που είχε χωρίσει πλέον με τη Μάρθα και φυσικά η Γεωργία. Τελευταία στιγμή όμως, μόλις πριν φύγω από το σπίτι, με πήρε τηλέφωνο και το ακύρωσε, επειδή λέει ήρθαν οι θείοι της και τα ξαδέλφια της από το Λαύριο.

"Δεν πειράζει. Θα τα πούμε αύριο." Της είπα, παρόλο που στην πραγματικότητα με πείραξε αυτό.

Πήγαμε οι τρεις μας στην καφετέρια, η οποία βρισκόταν στο λιμάνι του Περάματος. Ο ήλιος κόντευε να δύσει κι εμείς καθίσαμε κουβεντιάζοντας και χαζευοντας τα φέρι μποτ που έφευγαν κάθε τόσο για να περάσουν απέναντι στη Σαλαμίνα.

"Ρε σεις, να πάμε και Σαλαμίνα μια μέρα έτσι, σαν παρέα. Δεν έχουμε πάει ποτέ." Πρότεινε ο Περικλής.

"Ναι, γιατί όχι; Ωραία θα 'ναι." Είπε η Λίζα κι εγώ συμφώνησα. Ύστερα ήρθε ο σερβιτόρος για να πάρει παραγγελία. Και τότε διέκρινα, κάπου στο βάθος, σε ένα γωνιακό τραπέζι, τη Γεωργία και τον Μάνο να τρώνε παγωτό.

"Τι θα παρετε;"

"Ένα χυμό πορτοκάλι. " είπε η Λίζα.

"Μια σπραιτ. " είπε ο Περικλής.

Όχι, δεν είναι δυνατόν. Σκεφτόμουν εγώ. Μου είπε πως είχαν έρθει τα ξαδέλφια της.

"Λεο, εσύ τι θα παρεις;" με ρώτησε ο Περικλής.

Γιατί είναι μ' αυτον; Και γιατί μου είπε ψεματα; Και γιατί τρώνε παγωτο; Μα παγωτο;

Ο ΧαμένοςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant