ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

72 13 9
                                    

Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς τον Σεπτέμβρη (Τρίτη Γυμνασίου πλέον) κι ενώ ο Ρούλης ήταν ενός χρόνου, γεννήθηκε η αδελφή μου. Στα Μαθηματικά ευτυχώς πέρασα και το δωμάτιο...Δεν λέω μου, δεν ήταν δικό μου τώρα πια, ήταν έτοιμο. Ήταν τόσο άνετο και μεγάλο, που θα έδινα τα πάντα για να το έχω όλο για τον εαυτό μου. Μαζί με τη γαλάζια κούνια του Ρούλη που επέστρεψε θριαμβευτικά στο μεγάλο τοίχο, προστέθηκε και μια ροζ κούνια στο δεξιό τοίχο και ένα καινούργιο κρεβάτι για μένα ακριβώς απέναντι της.

Γίναμε παιδικός σταθμός. Η μάνα μου τα 'χε παίξει, έτρεχε συνέχεια  απ'το ένα μωρό στο άλλο και τις νύχτες πολλές φορές με ξυπνούσαν και τα δύο μαζι. Σηκωνομουν όλο νεύρα και πήγαινα να κοιμηθώ στο σαλόνι, όσο μπορούσα φυσικά. Μια νύχτα θυμάμαι, δεν ησυχάζαν με τίποτα. Μέχρι και στο σαλόνι με κλειστή την πόρτα ακούγονταν.

"ΣΚΑΣΤΕ!" Τους φώναξα με νεύρα, όμως τίποτα.

Δεν είχε νόημα να ξυπνήσω τους γονείς μου. Αφού τα είχαν ταΐσει, τα είχαν αλλάξει, δεν χρειάζονταν τίποτα τέτοιο. Απλά ήθελαν να βασανισουν εμένα. Δεν άντεχα άλλο. Σηκώθηκα λοιπόν, πήρα τα σκεπάσματα και βγήκα έξω στην αυλή. Έστρωσα εκεί πέρα και ξάπλωσα χάμω, δεν σας κάνω πλάκα! Είχε κρύο και υγρασία, καθώς ήταν αρχές Δεκέμβρη. Όμως τουλάχιστον δεν ακούγονταν τα κλάματα των μωρών και κοιμήθηκα ήσυχα.

Ξύπνησα με φωνες:

"Δεν είναι δυνατόν! Θανάση, τρέχα!" Ήταν η μάνα μου. Σύντομα άκουσα βήματα και τη φωνή του πατέρα μου:

"Τι τρέχει, Λίλλη;"

"Κοίτα που κοιμήθηκε ο γιος μας!"

"Αν είναι δυνατόν, σαν το ζητιάνο! Λεανδρε, ξύπνα αμέσως! Ακους;!"

Άνοιξα με δυσκολία τα μάτια μου. Ένιωθα πως ψηνομουν. Κάτι πήγα να πω, όμως το μόνο που βγήκε ήταν ένας απαίσιος βήχας.

"Ω Θεέ μου! Κρύωσε!" Φώναξε η μαμά και γονάτισε δίπλα μου. Έβαλε το χέρι της στο μέτωπο μου και φώναξε πάλι έντρομη:

"Ψήνεται στον πυρετό!"

"Καλύτερα να τον πάμε στο κρεβάτι του και να καλέσουμε γιατρό." Είπε ψύχραιμα ο πατέρας μου. Μετά ένιωσα να με σηκώνουν.

Μόλις βγήκα απ'την κουβέρτα μου άρχισα να τρέμω.

"Όχι στο κρεβάτι μου... Όχι εκεί μέσα..." ψέλλισα παραληρωντας. Η μητέρα μου κάτι έλεγε κλαίγοντας.

"Λίλλη, μπορείς να ηρεμήσεις;! Ένα κρυολόγημα είναι μόνο!" Οι φωνές του πατέρα μου. "Ασ' το σε εμένα. Τράβα τάισε τη μικρή εσύ. Κουράγιο, παλικάρι μου. Φτάσαμε." Μου είπε και με ξάπλωσε στο ζεστό μου κρεβάτι. Μετά από λίγο με σκέπασε με μια καθαρή κουβέρτα και από πάνω ένα πάπλωμα.

Ο ΧαμένοςWhere stories live. Discover now