ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43

137 9 12
                                    

Στην αρχή, δηλαδή τις πρώτες μέρες της επιστροφής μου στο σπίτι, δεν είχα κανένα πρόβλημα που ήμουν απ' τη μέση και κάτω ανάπηρος. Ήλπιζα ότι κάποια μέρα θα περπατούσα κι έτσι έκανα υπομονή. Ο φυσιοθεραπευτής ερχόταν συχνά και κάναμε θεραπεία και διάφορες ασκήσεις και μια φορά την εβδομάδα πήγαινα με τη Λίζα στην κλινική. Όμως, οι μήνες πέρασαν, ήρθε ο Αύγουστος και ακόμα εγώ δεν μπορούσα να περπατήσω χωρίς βοήθεια, χωρίς να με στηρίζει κάποιος.

Είχα απελπιστεί. Την επόμενη εβδομάδα, αρχές Σεπτεμβρίου, η αδελφή μου παντρευόταν και θα ήθελα στο γάμο της αδελφής μου να στέκομαι στο ύψος όλων. Δεν ήθελα να με κοιτάζουν όλοι με οίκτο. Δεν ήθελα να βγω στις φωτογραφίες καθηλωμένος στο καροτσάκι, πιο κάτω από τους άλλους. Έβαλα στόχο να τα καταφέρω μόνος μου μέχρι την ερχόμενη Παρασκευή, που θα ήταν το κρεβάτι. Και ήταν ακόμα Δευτέρα.

Ο φυσιοθεραπευτής μου είχε συστήσει να γυμνάζω τουλάχιστον τα δυνατά μέλη του σώματος μου, δηλαδή τα χέρια, γιατί αυτό θα έδινε δύναμη και στο υπόλοιπο σώμα κάποια στιγμή. Επιπλέον, η άσκηση με βαράκια θα με βοηθούσε και ψυχολογικά.

Ο Άγγελος έλειπε εκείνη την ώρα, εγώ σήκωνα βαράκια στο δωμάτιο μου και η Λίζα ετοιμάστηκε να βγει.

Ήρθε στο δωμάτιο και μου είπε:

«Αγάπη μου, πάω να κάνω μερικά ψώνια, γιατί άδειασε το ψυγείο. Δεν θα αργήσω.»

«Εντάξει.» είπα εγώ χωρίς να σταματήσω το ανεβοκατέβασμα του βάρους στο δεξί μου χέρι. Είχα νεύρα και η Λίζα φάνηκε να το κατάλαβε.

«Λέανδρε, μην κάνεις καμιά βλακεία όσο θα λείπω. Μου το υπόσχεσαι;» είπε και πλησίασε λίγο. Την κοίταξα στα μάτια.

«Δεν είμαι μωρό, ούτε γέρος με άνοια. Πότε θα το καταλάβεις αυτό;» τη ρώτησα ήρεμα αλλά με ένταση στο βλέμμα.

«Το ξέρω, μωρό μου. Όμως...»

«Φοβάσαι μην αυτοκτονήσω;»

«Όχι, Λέανδρε, απλά...»

«Ε τότε τι σκατά φοβάσαι;!» φώναξα. «Κάθε φορά τα ίδια μου λες!»

Η Λίζα έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε χτυπώντας με δύναμη την εξώπορτα. Αμέσως μετά, εκτόξευσα το βαράκι στον απέναντι τοίχο, ο οποίος απέκτησε ένα βαθούλωμα. Κοίταξα τα δυνατά πλέον χέρια μου και τα σύγκρινα με τα αδύναμα πόδια μου.

«Πρέπει να περπατήσω μόνος μου.» μονολόγησα σφίγγοντας τα δόντια. «Πρέπει.» Τσούλησα το καρότσι μου με νεύρα μέχρι το χολ. «Μέχρι το τέλος του διαδρόμου.» είπα στον εαυτό μου.

Ο ΧαμένοςOnde histórias criam vida. Descubra agora