ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27

59 9 0
                                    

Ένας μήνας πέρασε, λοιπόν και τα πράγματα στη δουλειά πήγαιναν αρκετά καλά. Τα Χριστούγεννα τρέχαμε και δεν φτάναμε! Στο σπίτι, τα συνηθισμένα. Η Λίζα βρισκόταν στον τέταρτο μήνα κι έτρωγε πάρα πολύ, συνέχεια. Τύχαινε να ξυπνάω στη μέση της νύχτας και να τη βλέπω να ψάχνει στο ψυγείο. Μια φορά, μου είπε πως ήθελε παγωτό.

«Τι λες ρε μωρό μου; Πού να το βρω το παγωτό νυχτιάτικα και μες στο χειμώνα;»

Εκείνη κάθισε δίπλα μου στον καναπέ και με κοίταξε παρακλητικά.

«Σε παρακαλώ... Θέλω να το φάω με μακαρόνια.» μου είπε.

«Με μακαρόνια; Τι είναι αυτό πάλι, καινούργια συνταγή;» απόρησα.

«Δεν ξέρω, έτσι μου ήρθε.»

«Έφαγες πολύ σήμερα, Λίζα. Έφαγες δύο πιάτα μακαρόνια με σάλτσα για μεσημέρι και άλλα δύο για βράδυ. Και τώρα τα θες και με παγωτό;»

«Έλα τώρα, ρε Λέανδρε... Έγκυος είμαι...» είπε κι έσκυψε να με φιλήσει. «Δεν κάνει να χαλάς χατίρι σε μια έγκυο.»

Το πήρα απόφαση πως δεν θα το έβαζε κάτω και σηκώθηκα να ντυθώ βλαστημώντας.

Μετά από πολλή ώρα ψάξιμο, γιατί τέτοια ώρα όλα ήταν κλειστά, βρήκα τελικά ένα 24ωρο ψιλικατζίδικο το οποίο τύχαινε να έχει και παγωτά. Της πήρα ένα οικογενειακό, για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο και να μη ζητήσει άλλο, όταν όμως γύρισα την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ.

Φτου! Είπα μέσα μου. Τόσος κόπος για το τίποτα.

Τη σκέπασα και πήγα να κοιμηθώ στο δωμάτιο μου.

Το επόμενο πρωί, όταν σηκώθηκα, την είδα να τρώει την περίεργη συνταγή της για πρωινό.

Κάτι τέτοια γίνονταν συνεχώς. Έπρεπε να τρέχω σε άκυρες ώρες για να βρω φράουλες, ανανάδες, ακόμα και καρπούζι μες στο χειμώνα! Παράλληλα η Λίζα, παρόλο που έτρωγε το μισό ψυγείο, ανησυχούσε κιόλας για το βάρος της! Η μητέρα μου την ενθάρρυνε:

«Τρώγε, κορίτσι μου. Μη φοβάσαι! Πρέπει να βγει δυνατό το παιδί.»

«Φοβάμαι μη γίνω διακόσια κιλά, κυρία Λίλλη.»

«Και να γίνεις, εσύ θα τα χάσεις αμέσως. Εδώ εγώ έκανα τρία παιδιά και κοίτα πώς διατηρούμαι. Και σταμάτα πια αυτό το κυρία Λίλλη. Με κάνεις να αισθάνομαι γριά. Μίλα μου στον ενικό.»

«Μήπως να αρχίσει να σε λέει και μητέρα;» ρώτησα ειρωνικά εγώ, που είχα αρχίσει να βαριέμαι όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου.

«Όχι καλέ! Μητέρα θα με φωνάζει όταν παντρευτείτε.»

Φυσικά, είχα ξεχάσει εντελώς το θέμα του γάμου με το άγχος που είχα για το μωρό. Σίγουρα θα ήταν αναμενόμενο να παντρευτούμε όταν γεννούσε, αλλά δεν ήμουν έτοιμος. Και αν τελικά δεν ήθελα; Αν δεν τα κατάφερνα με το μωρό;

Ένα άλλο θέμα που είχα ξεχάσει ήταν ο στρατός. Είχα πάρει αναβολή λόγω φοίτησης, τώρα όμως το ΙΕΚ είχε τελειώσει και η αναβολή έληξε. Έτσι, σύντομα μου ήρθε το χαρτί πως έπρεπε να πάω να υπηρετήσω. Η μητέρα μου ήταν φανερά συγκινημένη και η Λίζα απαρηγόρητη που θα της έφευγα, όμως ευτυχώς παρουσιαζόμουν μετά τις γιορτές. Όσο για την ταβέρνα, ο Λουλάς θα με αντικαθιστούσε όταν έφευγα, γιατί δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι να γυρίσω. Οπότε αργότερα έπρεπε να ψάχνω πάλι για δουλειά.

Παραμονές Χριστουγέννων, ο Βαγγέλης τηλεφώνησε σπίτι μας και μίλησε με τη Λίζα. Ήδη εκείνη μιλούσε εδώ και λίγες μέρες με τη μητέρα της.

Ο πατέρας της ήθελε απλά να δει τι κάνει, αν ήταν καλά. Δεν της ζήτησε συγνώμη, ούτε της είπε να γυρίσει σπίτι τους. Δεν την πείραζε. Φαινόταν χαρούμενη που έμενε μαζί μου και οι γονείς μου σίγουρα θα την πρόσεχαν όσο θα ήμουν στο στρατό.

Ο ΧαμένοςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang