ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25

62 8 2
                                    

Πέρασε σχεδόν ένας μήνας από τότε και τίποτα σημαντικό δεν έγινε. Είχα υποσχεθεί στη Λίζα να μην την παίρνω τηλέφωνο. Όταν ήταν έτοιμη και απόφασιζε να το ανακοινώσει στους γονείς της, θα ερχόταν να με βρει η ίδια. Όμως πέρασε πολύς καιρός και είχα αρχίσει να ανησυχώ. Συνειδητοποίησα πως βαριόμουν να κάθομαι άπραγος και άρχισα να βαριέμαι τη ζωή μου. Η μητέρα μου με συμβούλευε να βρω μια δουλειά, όχι μόνο για να βοηθάω στα έξοδα, αλλά και για να έχω κάτι να ασχολούμαι και να ξεχνιέμαι.

"Και μην τολμήσεις να παραιτηθείς πάλι χωρίς λόγο." Μου είπε.

Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, την άκουσα. Έπαιρνα εφημερίδα, έψαχνα τριγύρω, σε εταιρείες, σε καφετέριες, παντού. Τίποτα δεν μου άρεσε, αλλά τουλάχιστον με το ψάξιμο περνούσα λίγο την ώρα μου και ξεχνιομουν. Επιπλέον, θυμόμουν πως ήταν να έχω τα δικά μου χρήματα και τώρα μου κακοφαινοταν που βασιζομουν στο χαρτζιλίκι των γονιών μου. Αυτή τη φορά ήθελα στ' αλήθεια να βρω δουλειά.

Μια μέρα γύρισα σπίτι νευριασμένος, γιατί είχα πάει να δω για τη θέση του μπάρμαν σε μια παμπ, όμως ζητούσαν προϋπηρεσία στην παραγωγή ποτών και τα λοιπά. Δεν κατάφερα να τους πείσω να με εκπαιδεύσουν για να μάθω.

Στο σαλόνι είδα με μεγάλη έκπληξη ότι καθόταν η μητέρα μου μαζί με τη Λίζα και συζητούσαν.

"Λίζα...;" είπα και πλησίασα. Τα μάτια της ήταν κόκκινα, που σημαίνε ότι έκλαιγε.

Ανησύχησα. Κάτι σοβαρό θα είχε συμβεί.

"Καλώς τον. Έλα, κάθισε να σου πούμε." Μου είπε η μητέρα μου.

"Είσαι καλα;" ρώτησα τη Λίζα και κάθισα δίπλα της.

"Ναι, ειμαι καλύτερα τώρα." Στη γωνία πίσω απ' τον καναπέ παρατήρησα μια βαλίτσα. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω αν ήταν της Λίζας, γιατί η μητέρα μου, μου ανακοίνωσε αμεσως:

"Η Λίζα θα μείνει μαζί μας για λίγο καιρό. "

"Γιατί, τι εγινε;" ζήτησα να μάθω.

"Είπα στους γονείς μου πως είμαι έγκυος στο παιδί σου. Δεν το δέχτηκαν." Είπε η Λίζα κι έσκυψε απογοητευμένη το κεφάλι.

"Τι; Και σε πέταξαν απ' το σπίτι για αυτό το λόγο;" νευρίασα εγώ.

"Μου είπαν ότι...Δεν έχουμε λεφτά για να συντηρούμε ένα ακόμα άτομο... Εγώ δεν παίρνω αρκετά ως νοσοκόμα, κι επιπλέον ότι έπρεπε να τους το είχα πει νωρίτερα, η ότι εσύ έπρεπε να τους το πεις το βράδυ που έγινε η συνάντηση και τέτοια. Τους είπα ότι σκόπευα να το κρατήσω. Ο πατέρας μου απάντησε ότι ούτε εσυ έχεις λεφτά για να συντηρείς εμένα και το παιδί...Και ότι ο μόνος τρόπος ήταν να τα ξαναβρώ με τον Μενέλαο και να παντρευτούμε, για να μας βοηθήσει η οικογένεια του οικονομικά, αλλά και για να μην τους ξεφτυλισω. "

"Τους ξέρω τους Αρτόπουλους. Δεν θα σας βοηθήσουν. Εδώ ούτε έμας δεν βοηθάνε που είμαστε συγγενείς τους." Είπα.

"Λεανδρε!" Πετάχτηκε η μητέρα μου. "Μην τον ακούς, κορίτσι μου. Η αδελφή μου μας βοηθάει."

"Ναι, με δανεικα; Μας υποχρέωσε!" Απάντησα. "Για να μη μιλήσω και πω που φεύγουν όλα αυτά τα λεφτά!"

Φυσικά, εννοούσα όλα αυτά τα έξοδα που έκανε η μάνα μου, στα πανάκριβα μαγαζιά και στα σπα, όπου σύχναζε με τη θεία Νάνσυ και τις πλούσιες φίλες της.

"Άλλο είναι το θέμα μας." Είπε. Η Λίζα συνεχισε:

"Εννοείται πως αρνήθηκα να παντρευτώ τον Μενέλαο. Τότε να φύγεις από ετούτο εδώ το σπίτι. Μου φώναξε ο πατέρας μου. Να πας στον Λέανδρο σου, να δούμε πως θα τα βγάλετε πέρα. Η μητέρα μου δεν ήθελε να φύγω, προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη, όμως ήταν πλέον πολύ αργά. Μάζεψα κάποια ρούχα μου και ήρθα εδώ. Αν χρειαστώ κι άλλα θα μου τα φέρει η Νίκη."

"Είμαι σίγουρη ότι ο μπαμπάς σου θα αλλάξει γνώμη και θα σε δεχτεί πίσω." Της είπε η μητέρα μου. "Στο μεταξύ, μπορείς να μείνεις εδώ όσο καιρό θέλεις. Δεν έχουμε πολύ χώρο βέβαια, αλλά κάπως θα βολευτούμε."

"Σας ευχαριστώ."

Της έπιασα το χέρι και το κράτησα μέσα στα δικά μου.

"Μη φοβάσαι." Της είπα. "Είμαστε και πάλι μαζί. Μόνο αυτό έχει σημασία."

Ο ΧαμένοςOnde histórias criam vida. Descubra agora