ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 Β

62 8 0
                                    

1989

Ένας χρόνος απόλυτης ακινησίας, ανεργίας και αστάθειας πέρασε. Έπρεπε να το πάρω απόφαση. 22 χρόνων ήμουν, έπρεπε να κάνω τη μητέρα μου να σταματήσει να με λέει άχρηστο και ανεπροκοπο. Ήθελα να βρω δουλειά, αλλά τώρα που είχα συνηθίσει να κάθομαι, τα πάντα μου φαίνονταν βουνό. Ωσπου μια μέρα με πήρε ο Βασίλης και μου είπε να βρεθούμε γιατί είχε καλά νέα. Πήγαμε για καφέ στον Πειραιά.

Ο Βασίλης μπήκε κατευθείαν στο ψητο:

"Φίλε μου, δουλειά δεν ήθελες;"

"Ναι." Απάντησα, νιώθοντας ένα μικρό άγχος.

"Ε λοιπόν, σου βρήκα. Χρειαζόμαστε άτομα στην εταιρεία και μου είπε ο γέρος μου να σου πω. Ενδιαφέρεσαι;" Αμέσως ένιωσα ένα ανεξήγητο τσίμπημα στην καρδιά. Θα δούλευα! Θα δούλευα και μάλιστα με τον κολλητό μου για συνάδελφό. Όμως...

"Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια από τότε που τελειώσαμε το ΙΕΚ. Δεν θυμάμαι τίποτα."

"Έλα ρε, αυτό είναι το πρόβλημα; Θα σε βοηθάω εγω° θα στα θυμίσω."

"Αν είναι έτσι, δέχομαι. " είπα και πήρα την τελική απόφαση μου.

Σε μια βδομάδα κιόλας είχα πιάσει δουλειά στη γραμματεία της εταιρείας. Ο πατέρας του Βασίλη, ο κύριος Λούης Σωτηρίου,μου θύμιζε τον θείο μου τον Γιώργο. Επιβλητική παρουσία, λίγο σνομπ λόγω της περιουσίας του, αλλά συγχρόνως βοηθητικος και συνεργάσιμος με τους υπαλλήλους του. Κάθε φορά που μιλούσε με τον γιο του, η του έδινε οδηγίες, διέκρινα μια ένταση ανάμεσα τους, σαν να ήταν πάντα έτοιμοι να τσακωθούν.

Έκλεινα σχεδόν δύο μήνες από τότε που μ' έβαλαν στην εταιρεία, όταν ο Σωτηρίου μας φώναξε, μόνο εμένα και τον Βασίλη, για συμβούλιο. Είπε στη γραμματέα του να μη μας ενοχλήσει κανείς και κλειστήκαμε στο γραφείο του.

"Λοιπόν. " είπε και καθάρισε το λαιμό του ξεροβηχοντας. "Σας κάλεσα σήμερα εδώ, διότι χρειάζομαι τη βοήθεια σας σε κάποια πολύ σημαντικά ζητήματα και ιδιαίτερα τη δική σου βοήθεια, Βασίλη. Όσο για εσένα, Λεανδρε, θα μου φανεις κι εσύ χρήσιμος, ως φίλος του γιου μου που είσαι."

"Πατέρα, θα μπεις στο ψητό να τελειώνουμε;" ρώτησε εκνευρισμένος και βαριεστημένος ο Βασίλης.

Κοντευαν Χριστούγεννα και το τελευταίο που θα θέλαμε κι οι δύο ήταν περισσότερες υπερωρίες και πρότζεκτ. Ο Λούης όμως, σαν να διάβασε τις σκέψεις μας ειπε:

"Καταρχάς, όλα αυτά που έχω κατά νου θα γίνουν μετά τα Χριστούγεννα, οπότε θα πάρετε τις άδειες σας κανονικά για να κάνετε τις διακοπές σας." Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα, για να δει την ανακούφιση στα πρόσωπα μας και έπειτα συνεχισε: "Θα γίνουν πολλές αλλαγές στην εταιρεία. Ετοιμάστειτε να γίνουμε ένα απ'τα σημαντικότερα ονόματα στον τομέα της ναυτιλίας."

"Κυρίε Σωτηρίου." Επενέβησα εγώ, χωρίς να το πολυσκεφτω. "Ότι κι αν έχετε κατά νου, είμαι σίγουρος ότι ο γιος σας θα είναι στο πλευρό σας, πολύτιμος βοηθός."

Έριξα μια κλέφτη μάτια στον Βασίλη, ο οποίος πήρε μια έκφραση ειρωνείας για τα λόγια που μόλις είπα.

"Αυτό ειναι αλήθεια." Αποκρίθηκε ο Λούης. "Παρόλο που δυσανασχετεί με τις αποφάσεις μου πολλές φορές, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς απ' το να στέκεται στο πλευρό μου σαν άξιος διάδοχος. Συνέχισε, Λεανδρε. Θες να συμπληρώσεις κάτι αλλο;"

"Ναι. Θέλω να ρωτήσω με λίγα λόγια, εγώ πως μπορώ να σας φανώ χρησιμος;"

"Θα φτάσω και εκεί. Λοιπόν. Οι αλλαγές που θα γίνουν θα είναι οι εξεις: όλοι οι άχρηστοι και οι τεμπέληδες που δουλεύουν στην εταιρεία θα απολυθούν και θα προσληφθούν νέα άτομα, τα οποία θα επιλεγούν με αυστηρά κριτήρια. Στη συνέχεια θα προχωρήσω σε αγορές νέων πλοίων. Ήδη έχω υπόψιν μου δύο ακτοπλοϊκά, δύο φορτηγά και ένα κρουαζιερόπλοιο, αν και αυτό δεν είναι τόσο σίγουρο γιατί χρειάζεται αρκετά χρήματα."

Τελικά, δεν μου είπε τι ακριβώς θα έκανα εγώ, απλά ότι θα βοηθούσα γενικότερα εκείνον και τον γιο του. Τις γιορτές τις πέρασα απλά, με την οικογένεια μου, ενώ την Παραμονή Πρωτοχρονιάς ήρθαν οι παππούδες μου και υποδεχτήκαμε το νέο χρόνο. Τίποτα ξεχωριστό δηλαδή. Όλα τα ίδια, όπως άλλες χρονιές.

Ο ΧαμένοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora