Κεφάλαιο 14ο

647 50 1
                                    

Είχε συνηθίσει να κοιμάται πια με το ένα μάτι ανοιχτό.
Δεν εμπιστευόταν τίποτα και κανέναν. Ποτέ δεν ήταν ασφαλής.

Όσοι είχαν απομείνει δηλαδή τα 9 άτομα από τα 30 κατέφυγαν στο δάσος για να κρυφτούν από τους εχθρούς.
Προσπαθούσαν να οπισθοχωρήσουν στην συμμαχική πόλη, αλλά ήταν μια μέρα μακριά, οπότε αποφάσισαν να κοιμηθούν πάνω στα δέντρα για περισσότερη ασφάλεια. Σκαρφάλωσαν λοιπόν σε χοντρά κλαδιά, δέθηκαν πάνω τους και προσπάθησαν να κοιμηθούν.
Φαινόταν αδύνατο ωστόσο για τον Φίλιππο. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει καθόλου και η ευθύνη του για την ακεραιότητα των αντρών του τον βάραινε ακόμα πιο πολύ.
Από τη στιγμή που άρχισαν να πολεμάνε δεν ένιωσε την καρδιά του να χτυπά σε φυσιολογικούς ρυθμούς, αλλά αντίθετα να υπερλειτουργεί.

Μόλις είχε αρχίσει να χαράζει η μέρα, όταν ακούστηκε μια κραυγή και ένας από την ομάδα να πέφτει  από το ψηλό κλαδί στο κλήρο έδαφος χτυπημένος από βέλος.
Τους είχαν στήσει ενέδρα και τώρα η θεωρητικά ασφαλής θέση τους πάνω στα κλαδιά έγινε το μεγαλύτερο μειονέκτημά τους.
Είχαν όμως πανοραμική οπτική και έτσι όσοι κατάφεραν να αποφύγουν τα βέλη, σκότωσαν τους περισσότερους από την ομάδα των αντιπάλων. 
Οι σύμμαχοι ξεπρόβαλαν από τους θάμνους και αποτελείωσαν όσους εχθρούς είχαν απομείνει.

Ο Φίλιππος μόλις μπόρεσε έτρεξε στο φίλο του που είχε πέσει από το δέντρο.
Το βέλος τον διαπερνούσε στο ύψος του αριστερού του ώμου και τα δύο του πόδια είχαν σπάσει φριχτά, σε σημείο που τα κόκαλα είχαν σκίσει το δέρμα και φαίνονταν πια.
Ο Φίλιππος προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του και ένας λυγμός είχε ανέβει στο λαιμό του. Τον κοιτούσε στα μάτια και προσπαθούσε να τον πείσει ότι όλα θα πάνε καλά. Πίστευε ότι άξιζε να του πει ένα τόσο αισιόδοξο ανακουφιστικό ψέμα, αλλά ο παλιός του φίλος τον ήξερε καλύτερα. Άλλωστε, καταλάβαινε και μόνος του την ασχήμια της κατάστασης. Τσίριζε από το πόνο.

-Σε παρακαλώ καν' το! -Κουνούσε αρνητικά το κεφάλι του ο Φίλιππος.- Δεν έχω σωτηρία και μόνο βάρος θα είμαι για την ομάδα. Ξέρεις ποιά θα είναι η κατάληξή μου και θα είναι πολύ σύντομη. Γι' αυτό απάλλαξέ με από το μαρτύριό μου!
Έκλαιγε.
- Δεν μπορώ.
Έκλαιγε και ο Φίλιππος.
- Καν' το για μένα. Σκότωσέ με επιτέλους! Φώναξε με όλη του την δύναμη. Η προσοχή όλων ήταν στραμμένη σ' αυτούς τους δύο.

Ο Φίλιππος έγνεψε.
Ήξερε ότι ήταν η πιο επιεικής και ανωδυνη λύση για το φίλο του.
Τα χέρια του έτρεμαν. Έβγαλε το μαχαίρι του και το τοποθέτησε με δυσκολία πάνω στο λαιμό του. Δεν σταμάτησε να κλαίει. Τα μάτια του είχαν θολώσει και σχεδόν δεν έβλεπε.
Άκουσε να του δίνει το πράσινο φως και μετά από κάποια δευτερόλεπτα άρχισε να πιέζει το μαχαρι όσο βαθιά πήγαινε.
Η έκφραση που είδε στα μάτια του φίλου του, όσο πέθαινε, τον σκότωνε και αυτόν τον ίδιο.
Όλοι άκουγαν τους λυγμούς του, όσο αφαιρούσε το μαχαίρι από το λαιμό του παλιού του φίλου.

Πετάχθηκε όρθιος απο το κρεβάτι του.
Ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα, η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα και του ήρθε τάση προς εμετό. Τα μάτια του ήταν βρεγμένα από δάκρυα. Έκλαιγε μέσα στο ύπνο του.
Έριξε πρόχειρα ένα χιτώνα πάνω του και βγήκε στο μπαλκόνι, όπως έκανε κάθε βράδυ.
Εκείνες οι ώρες που ήταν ολομόναχος, ήταν τότε που οι σκέψεις και αναμνήσεις του αντηχούσαν δυνατά μέσα στο κεφάλι του και έπαιζαν σαν κασέτα ξανά και ξανά.

- Τι απέγιναν τα άλογά σας;
Ρώτησε ο βασιλιάς της συμμαχική πόλης.
- Τα φάγαμε ή τα σκοτώσαμε για να μην μπορούν να μας ανιχνεύσουν, ώστε να κρυβόμαστε καλύτερα.
- Τόσο πρόβλημα σας δημιούργησαν;
Είπε υπεροπτικά, λες και αυτός θα μπορούσε να το είχε διαχειριστεί καλύτερα.
Ο Φίλιππος τον κοίταξε απόλυτα σοβαρά στα μάτια. Απαξίωνε.
- Προσπαθώντας να ξεφύγουμε με τα άλογα με πέτυχε αντίπαλο βέλος. Έπεσα από το άλογο και τα υπόλοιπα που έτρεχαν μαζί με το δικό μου με ποδοπάτησαν. Από θαύμα ζω.

Ο Φίλιππος έσφιξε με δύναμη τα κάγκελα του μπαλκονιού και έσκυψε το κεφάλι του μπροστα. Ο αέρας λιγόστευε στα πνευμόνια του, όπως τότε που δεν μπορούσε να ανασάνει, γιατί τα άλογα που περνούσαν απο πάνω του δεν του άφηναν διέξοδο για καθαρό αέρα. Προσπαθούσε να βρει το οξυγόνο που χρειαζόταν.

Ένα χέρι τον τράβηξε από το ώμο, ώστε να τον αντικρίσει.
Ο Φίλιππος αντανακλαστικά τον πέταξε μακρυά και έπεσε πάνω του για να τον αποτελειώσει. Είχε θολώσει. Δεν έβλεπε τον φρουρό που ήθελε απλά να σιγουρευτεί ότι ήταν εντάξει.
Οι φωνές ξύπνησαν όλη την ανδρική πτέρυγα. Άλλοι δύο φρουροί είχαν πιάσει από πίσω τον Φίλιππο και τον ακινητοποίησαν με το πρόσωπο να κοιτάει στο πάτωμα. Ο πρώτος φρουρός δεν είχε καμία σοβαρή βλάβη.
Ήταν όλοι αναστατωμένοι και ο βασιλιάς ήταν βαθύτατα πικραμένος με τη κατάσταση του αγαπημένου του γιου.

Το δωμάτιο της Αθηνάς ήταν το πιο κοντινό στη αντρική πτέρυγα και έτσι όλα τα κορίτσια που κοιμόντουσαν εκεί ξύπνησαν.
Η Αθηνά βρήκε τον Φίλιππο καθιστό στα γόνατα με ματωμένο το κάτω χείλος και να τον κρατάν σταθερά και γερά στο πάτωμα οι δύο φρουροί.
Τον πλησίασε και γονάτισε μπροστά του. Του σκούπισε το χείλος με το μαντήλι της  και ο Φίλιππος που δεν είχε σταματήσει να την κοιτάει στα μάτια προσπαθούσε να καταλάβει τι μπορεί να σκεφτόταν. 
Στο πρόσωπο της τελικά διέκρινε συμπόνια. Αναρωτήθηκε τι άραγε έβλεπε εκείνη στα μάτια του, τι συναίσθημα έδειχνε, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθε τίποτα. Την κοίταξε με παρακλητικό ύφος και η έκφραση της λύπης και απογοήτευσης φάνηκε έντονα στο πρόσωπο της.
Κάπως αδιάφορη σηκώθηκε όρθια και απομακρύνθηκε. Δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Προσπαθούσε να την αποκρυπτογραφίσει. Κάτι είπε στην συγκάτοικό της και έφυγε από το χώρο, πηγαίνοντας, όπως υπέθεσε ο Φίλιππος, στο δωμάτιό της.

Σε Χρειάζομαι Where stories live. Discover now