ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

39 7 46
                                    

Οι μέρες κύλησαν σαν το νερό. Ο Μπέης ήρθε όντως την επόμενη ημέρα της άφιξης του πλοίου, με τις δύο συζύγους του να διαλέξουν από τα πρώτα εμπορεύματα που έφερε ο Μανώλης με το πλοίο.

Και υφάσματα πήραν και κορδέλες και μαντήλια και κοσμήματα και τόσα άλλα, το ένα καλύτερο από το άλλο. Φυσικά ο Νικολός δεν ήθελε να πληρώσει, αλλά ο διοικητής του νησιού επέμενε κάθε φορά, μια και το εμπόρευμα ''φορολογείται Νικολό, δεν θα πληρώνεις κι απ' την τσέπη σου''!

Εκεί στο υπόγειο που είχαν ανοιχτεί τα εμπορεύματα, ο Μπέης ρώτησε το καπετάνιο, αν έμαθε από τους ανθρώπους του τι σούρτα - φέρτα κάνουν τις νύχτες

''Ρώτησα ορισμένους σήμερα Μπέη μου, γιατί δεν έχω προλάβει να τους δω όλους. Αλυχτούσαν τα ζώα στην πάνω ρούγα, μου είπαν, φοβήθηκαν για λύκους και βγήκαν να δουν, να τα προστατέψουν''

''Μπρε Νικολό και το πίστεψες; Αν είχαν κατέβει λύκοι, οι στρατιώτες θα τους είχαν ακούσει. Ωρέ Νικολό μη με δοκιμάζεις... έχω υπομονή, αλλά όχι και τόση''

''Δεν έχω αποδείξεις Μπέη μου ότι δεν μου είπαν την αλήθεια. Αλλά θα το ψάξω τώρα που γύρισε το ένα πλοίο μου. Όταν γυρίσω από το ταξίδι στο Μαράθι και στην Αγιά, θα μιλήσω με όλους''.

''Και γιατί θα πας εσύ εκεί;''

''Έχω παραγγελίες να παραδώσω. Θα τα φορτώσω τα εμπορεύματα σε δυο καΐκια και σε δυο μέρες θα είμαι πίσω''

''Δεν το καταλαβαίνω Νικολό. Πρώτη φορά πας εσύ παραγγελίες. Πάντα έρχονται και τα παίρνουν με τα δικά τους καΐκια. Και μάλιστα μου 'λεγες για να δώσω την άδεια να έρθουν, ότι έτσι θα πάρουν αυτά που παρήγγειλαν, αλλά θα δουν και άλλα εμπορεύματα και ίσως αγοράσουν παραπάνω... Τώρα τι άλλαξε;''

''Τίποτα Μπέη μου, τώρα ο Μανώλης και ο καπετάν Αργύρης φέρανε ίσα ίσα τις παραγγελίες. Σε δυο μέρες θα είμαι πίσω, έχεις αντίρρηση;''

''Ω μπρε Νικολό, γιατί να χω... άιντε να πας και να γυρίσεις με το καλό''

Ο καπετάν Νικολός έφυγε όπως είχε πει, αφού περίμενε λίγες μέρες να φτιάξει ο καιρός και παίρνοντας ό,τι παραγγελίες είχε μαζί με το Μανώλη μπήκαν στα δυο καΐκια που νοίκιασαν. Θα έρχονταν με το καλό την μεθεπόμενη ημέρα.

Η γιαγιά της Αντιγόνης τη φώναξε το επόμενο πρωί, να ετοιμαστεί να τη συνοδεύσει να πάνε στους ανθρώπους τους διάφορα φαγητά που ετοίμασαν. Και μάλλινα που πλέξανε, αλλά και εμπορεύματα που χρειάζονταν. ''Θα πάρουμε το κάρο κόρη μου. Καιρός να αναλάβεις εσύ, όσα έκαμνε η μητέρα σου''!

''Η Άνοιξη είναι ακριβή''Where stories live. Discover now