Λίγο πριν (1)/ Κεφάλαιο 24

24 6 4
                                    

Στο Πυργί, τα πλοία του Νικολού ήταν στο λιμάνι. Είχε έλθει κι εκείνο που ταξίδευε ο Μανώλης με τον καπετάν Αργύρη και ήθελε συντήρηση. Το ανέλαβαν οι τεχνίτες. Τα άλλα έμεναν εκεί, ξέμπαρκα, μια και το εμπόριο ήταν πλέον ασύμφορο για τα περισσότερα εμπορικά. Μα ο καπετάν Νικολός, έβγαλε αρκετά χρήματα όλα τα χρόνια που ταξίδευαν τα πλοία του. Τώρα, ήθελε να τα ετοιμάσει για τον αγώνα.Καθισμένος στο γραφείο του, είχε τον πρωτότοκό του κοντά του να συζητούν οι δυο τους. Είχε καιρό να μιλήσει με το γιο του αφού ταξίδευε συνεχώς και τώρα ήταν η ευκαιρία.'' Τα πλοία Μανώλη θα ενωθούν, όταν ξεκινήσει η εξέγερση, με τον στόλο τον υπόλοιπο. Θα πάρω το ένα και θα φύγω να πάω στην Ύδρα και στην Πελοπόννησο για να συναντηθώ με τους καπεταναίους και τους προύχοντες. Εκείνοι έχουν αναλάβει να φτιάξουν στρατό και να τον πληρώνουν. Θέλω να μάθω πού βρισκόμαστε. Πότε λένε να μπει το πρώτο φουρνέλο. Εσύ, θα μείνεις εδώ και θα ολοκληρώσετε τις τελευταίες ετοιμασίες, εντάξει;''''Μείνε ήσυχος πατέρα. Τώρα που είμαστε οι δυο μας, τι σκέφτεσαι να γίνει με τη γιαγιά, την Ειρήνη και την Μαριγώ; Θα μείνουν σπίτι ενώ πολεμάμε και καίμε τα πάντα;''''Όχι Μανώλη, ο Αλέξανδρος πηγαίνει λίγα λίγα τρόφιμα, σκεπάσματα και ό,τι χρειαστεί, στην σπηλιά του Απέργη''''Α εκεί στην πλαγιά που βόσκουν τα ζωντανά μας''''Ναι εκει, είναι απόμερα, ανάμεσα σε βράχια με βλάστηση τριγύρω, ξέρουν τα μονοπάτια οι γυναίκες και θα πάνε από παραμονή ήσυχα και μυστικά και θα μείνουν μέσα. Είπα και στους άντρες μας, όσες απ' τις γυναίκες τους με τα παιδιά θέλουν να πάνε στη σπηλιά να έλθουν μαζί με τους δικούς μας. Ο Θεός να βάλει το χέρι του να ελευθερώσουμε γρήγορα το νησί, γιατί δεν θέλω να ανάψουν φωτιά, για να μη δώσουν τη θέση τους και κάνει τόσο κρυο''''Πιστεύεις πατέρα ότι θα τα καταφέρουν;''''Το εύχομαι γιε μου. Δεν είμαι σίγουρος για τίποτε, αλλά δεν γίνεται αλλιώς''''Με την Αντιγόνη τι θα γίνει; Να τη φέρναμε εδώ, τι λες;''''Κοίτα Μανώλη μου, φεύγοντας με το πλοίο θα σταματήσω στο Μαράθι να της μιλήσω. Το έχω υπόψη μου να της το προτείνω. Και γυρνώντας, θα την πάρω. Θα δούμε πώς θα τη φέρω, χωρίς τον άτιμο που της έδωσα για άντρα της''!''Είναι και έγκυος πατέρα, δύσκολη διπλά η θέση της''''Το ξέρω, το ξέρω, λες να μην αγωνιώ και για εκείνη;''Πατέρας και γιος έπαψαν να μιλούν και χώθηκαν βαθιά στις σκέψεις τους. Σκέψεις γεμάτες ελπίδα για δικό τους κράτος. Σκέψεις ντυμένες με μπόλικη αγωνία, περισσότερο για τους δικούς τους ανθρώπους. Δεν άκουσαν το χτύπημα στην πόρτα.Ο μπάρμπα Γιάννης άνοιξε δειλά και κοίταξε τους δυο άντρες. Σίγουρα ταξιδεύουν και στη στεριά σε άλλους τόπους, φαινόταν από το χαμένο βλέμμα τους.Ο Νικολός τον είδε πρώτος.΄''Ελα Γιάννη πες μου τι συμβαίνει, τα τακτοποιήσατε όλα;''''Ναι καπετάνιε, η σπηλιά είναι εφοδιασμένη με όλα τα απαραίτητα. Νερό θα έχουν από την πηγή εκεί κοντά, που ποτίζουμε και τα ζωντανά. Θα γεμίσει ο Αλέξανδρος και τα κανάτια για να έχουν τις πρώτες ώρες.''''Μπράβο μπράβο. Να ετοιμάσουμε όσα μπορούμε να ελέγξουμε και για τα άλλα.... τα αφήνουμε στο Θεό''''Με το συμπάθιο καπετάνιε, μου είπε ο Αλέξανδρος ότι θα φροντίζω εγώ τις γυναίκες στη σπηλιά. Τον ερώτηξα αφεντικό, γιατί θα είμαι στη σπηλιά εγώ; Και μου 'πε ότι θα φύγω μαζί με τις γυναίκες παραμονή, σωστά λέει;''''Γιάννη μου σωστά. Σε θέλω μαζί τους. Μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους, μα χρειάζονται έναν άντρα...'''' Α καπετάνιε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Εγώ θα πολεμήσω μπροστά μπροστά αφέντη. Δεν δέχομαι να με αφήσεις ξωπίσω... Γιατί; Γέρασα αφεντικό;''''Στάσου, στάσου που αμέσως αρπάχτηκες. Ξέρω πόσο θέλεις να είσαι στον αγώνα. Μα θα είσαι Γιάννη μου. Αν ήταν ο πατέρας μου ζωντανός και γερός θα ήταν εκείνος εκεί στη σπηλιά, μα δεν είναι. Ο αγώνας δεν είναι μόνο η μάχη. Είναι και η φροντίδα για τα γυναικόπαιδα. Είναι η βοήθεια για το μετά Γιάννη μου. Σε θέλω εκεί με τις γυναίκες, γιατί ναι μεγάλωσες και εσύ, αλλά κυρίως γιατί δεν έχω άλλον που να εμπιστεύομαι τη ζωή των δικών μου. Θα είναι και δυο τρεις συντοπίτες μας συνομίληκοί σου μαζί, αλλά εσένα θέλω για τη δική μας οικογένεια. Δεν θες αυτήν την ευθύνη;''''Τιμή και δόξα μου η εμπιστοσύνη σου αφέντη μα... θέλω να φάω μπόλικους οχτρούς καπετάνιο. Θέλω...''''Περίμενε Γιάννη. Όπλα θα έχεις και εσύ και οι άλλοι, γιατί μπορεί να πολεμήσετε. Δεν ξέρουμε αν το σκάσουν κάποιοι στρατιώτες και έλθουν κατά κει, κατά τη σπηλιά του Απέργη. Θα υπάρχουν και άλλα γυναικόπαιδα. Μπορεί να γνωρίζουν τη σπηλιά οι Οθωμανοί. Θα πολεμήσεις Γιάννη, είμαι σίγουρος, προστατεύοντας το ''κάστρο'' της οικογένειας, τα παιδιά και τις γυναίκες του νησιού. Σε παρακαλώ, νομίζω είναι η μόνη λύση.''Δεν έφερε άλλη αντίρρηση ο μπάρμπα Γιάννης. Τα έβλεπε λογικά όσα έλεγε ο καπετάνιος του. Μα η ψυχή του λαχταρούσε να έρθει εκείνη η ώρα. Η θεία ώρα, που έλεγε ο Εμμανουήλ ο πρεσβύτερος. Διψούσε να τρέξει ενάντια στους κατακτητές, διψούσε να ποτίσει το ιερό χώμα της πατρίδας του με το αίμα τους. Αρκετά υπέφεραν χρόνια και χρόνια όλοι οι Χριστιανοί. Ήλθε η ώρα και ήθελε να είναι εκεί. Μα δεν έφερε άλλη αντίρρηση. Όλα είχαν δρομολογηθεί. Οι άντρες του καπετάνιου, ήξεραν τη θέση τους όταν θα δινόταν το σύνθημα, ήξερε ο καθένας τι θα κάνει. Μόνο να ευχηθούν μπορούσαν, να τους βοηθήσει η Παναγιά. Μέσα στην εβδομάδα ο καπεταν Νικολός, μπήκε στο πλοίο του και ξεκίνησε το ταξίδι του.''Πρώτη στάση Μαράθι! Στην κόρη μου'' ήταν η εντολή του!Η Αντιγόνη μαγείρευε όταν άκουσε το χτύπημα της πόρτας. Ο Απόστολος ήταν σήμερα στην Αγιά. Χάρηκε πολύ που είδε τον πατέρα της. Η αγωνία της για όλα όσα έμελλε να συμβούν, η λαχτάρα της για τους δικούς της, παραμέρισαν πίκρες και πονεμένα λόγια περασμένα.Χώθηκε στην αγκαλιά του πατέρα της, κι εκείνος την έσφιξε γερά, χαμογελώντας συγκινημένος.''Πέρασε πατέρα μου, πώς από εδώ; Δεν είχα μήνυμα ότι θα έρθεις''''Φεύγω για ταξίδι κόρη μου και πέρασα να σε δω. Μόνη σου είσαι;''Αφού αντάλλαξαν νέα και πληροφορίες για την υγεία καθενός ξεχωριστά, αφού έμαθε τα νέα των αδερφών της και είπε τα δικά της, άκουσε τον πατέρα της να της λέει''Θέλω να σου πω, ότι θα πάω να συναντήσω τις άλλες εστίες που ετοιμάζονται σε νησιά και Πελοπόννησο. Να μιλήσω με τους υπεύθυνους, να μάθω πού βρισκόμαστε και πότε λένε ότι θα ξεκινήσουμε. Όταν επιστρέψω, που δεν θα αργήσω, να είσαι έτοιμη. Θα σε πάρω στο νησί μας, να είσαι με όλη την οικογένεια, εντάξει;''''Όχι πατέρα μου, εδώ θα μείνω. Όταν επιστρέψεις, θέλω να έλθεις να μου πεις τι έμαθες. Μα κι εδώ θα ξεσηκωθούμε με το δικό σας σινιάλο. Μπορεί να μην μπορώ να πολεμήσω, αλλά χρειάζεται να βοηθήσω για τους τραυματίες, τα γυναικόπαιδα, που ίσως πληγούν. Να τα προστατέψω όσο μπορώ. Γι αυτό πες μου, θα συναντήσεις το Νότη πριν φύγεις;''''Όχι Αντιγόνη, θα τους συναντήσω όλους μετά το γυρισμό μου, για να τους πω τα τελευταία νέα, τις τελευταίες οδηγίες. Και θα ξαναμιλήσουμε για την απόφασή σου''''Εντάξει πατέρα μου, άντε στο καλό, καλό ταξίδι να χεις και σε περιμένω με αγωνία''!Πατέρας και κόρη βάδισαν για το λιμάνι παρέα. Χωρίς να μιλούν. Χωρίς να βιάζονται. Λες και είχαν όλο το χρόνο μπροστά τους. Ποιος ξέρει αν ποτέ θα ξαναπερπατήσω πλάι στον πατέρα μου, σκεφτόταν εκείνη. Μα ό,τι και να γίνει, ας περπατήσουν όσοι επιζήσουν σε ελεύθερο έδαφος, ευχόταν εκείνη τη στιγμή.Στο λιμάνι, είδε στο βάθος το πλοίο του πατέρα της. Καμαρωτό και περήφανο θα έμπαινε κι αυτό στον αγώνα. Αχ Θεέ μου βοήθα...Ο καπετάνιος αποχαιρέτησε την κόρη του ξανά, μπήκε στη βάρκα και έφτασε στο πλοίο του.Η Αντιγόνη, έμεινε στο λιμάνι να παρακολουθεί το πλοίο να ελίσσεται, για να βγει στο πέλαγος. Ήταν εκεί και το παρακολουθούσε ως να το χάσει από τα μάτια της. Ο θαλασσινός κρύος αέρας σήκωνε μικρά κύματα που έσκαγαν στα πόδια της. Και η αλμύρα τους, ενωνόταν με την αλμύρα των δακρύων της, για όσα πρόσωπα κινδύνευε να χάσει.

''Η Άνοιξη είναι ακριβή''Where stories live. Discover now