Κεφάλαιο 29 ''Η επιστροφή''

25 6 24
                                    

Επέστρεψε εκεί, απ' όπου έφυγε για πάντα, όπως πίστευε. Επέστρεψε στο σπίτι της, χωρίς σύζυγο, μα με ένα παιδί στα σπλάχνα της. Η κοιλιά της φαινόταν ελαφρά, μα η αγωνία για τη διατήρηση της ελευθερίας τους, η αγωνία για την τύχη των δικών της ανθρώπων, η αγωνία για την τύχη όλης της πατρίδας της, δεν την άφηνε να σκεφθεί καθόλου το μωρό της. Ευτυχώς που κι εκείνο, κρατήθηκε γερά μέσα της και δεν της δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα.

Είχε και τύψεις που αμέλησε το μωρό της. Μα οι στιγμές ήταν μοναδικές.

Κατέβηκε από τη βάρκα, πλήρωσε γενναιόδωρα το βαρκάρη και με τα πράγματά της δίπλα της, στάθηκε κοιτώντας απέναντι. Το σπίτι το πατρικό της έστεκε εκεί, μάρτυρας όσων έγιναν χθες. Φάνηκε σαν να κάηκε κάποιο παραθύρι, αλλά δεν είχε άλλα προβλήματα.

Δεν αποφάσιζε να κάνει ούτε ένα βήμα. Τι θα έβρισκε στο εσωτερικό του; Θα έλειπε κανείς στην αγκαλιά της γης, μήπως; Τα πόδια της μούδιαζαν από την αγωνία και βήμα δεν μπορούσε να κάνει. Παντού κάτοικοι δούλευαν, βοηθώντας εκείνους που έχασαν τα σπίτια τους, που έχασαν τους δικούς τους. Μια φωνή τη συνέφερε

''Αντιγόνη;''

Ο Μανώλης ερχόταν από τη μεριά της πλατείας. Σκονισμένος, με σημάδια της μάχης στο πρόσωπό του. Μα γερός. Ένα βογκητό βγήκε από τα εσώψυχά της. Ο αδερφός της ήταν καλά.

Έτρεξε στην αγκαλιά του. Έκλαιγε χωρίς να μιλά. Κι εκείνος καταλάβαινε την ψυχική της κατάσταση. Και την έσφιγγε κοντά του, παρηγορώντας την.

''Όλοι καλά είμαστε αδερφούλα, μην ανησυχείς, μην αγωνιάς. Όλοι καλά''

Παναγιά μου σ' ευχαριστώ, έλεγε μέσα της η Αντιγόνη. Με τη βοήθεια του Μανώλη, πήγαν κατά το σπίτι. Τα πράγματά της μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό του. Εκεί, που η γιαγιά με την Μαριγώ και την Ειρήνη, έβαλαν φωνές χαράς, μόλις την είδαν. Ήταν καλά και η Αντιγόνη τους. Δοξασμένος ο Θεός.

Οι αγκαλιές δεν σταμάτησαν ως το μεσημέρι. Κανείς δεν ήθελε να αφήσει την Αντιγόνη. Κι εκείνη, στην ζεστή τους αγαπημένη αγκαλιά, ηρεμούσε.

Ο Αλέξανδρος με τον πατέρα, γύρισαν μεσημέρι. Κατάκοποι, πεινασμένοι, μα ευτυχισμένοι. Είδαν την Αντιγόνη και την έκλεισαν με δύναμη στην αγκαλιά τους. Τα λόγια ήταν περιττά.

''Ο Απόστολος δεν ήθελε να έρθει;'' ρώτησε ο Νικολός

''Ο Απόστολος δεν ζει πια. Τον σκότωσαν οι Οθωμανοί''

''Η Άνοιξη είναι ακριβή''Where stories live. Discover now