ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

27 7 16
                                    

Οι ημέρες πριν το γάμο ήταν μέσα σε συνεχή κίνηση και τρέξιμο για όλους. Εκτός από την Αντιγόνη που πέρασε τις περισσότερες ώρες της με την Ειρήνη και τον Αλέξανδρο, αλλά και με τον Μανώλη, όταν δεν τους είχε αναθέσει διάφορες εργασίες ο πατέρας τους, όλοι οι άλλοι ήταν σε αναβρασμό.

Συζητούσαν χαλαρά τα αδέλφια, ξυπνώντας αναμνήσεις από τα παλαιότερα χρόνια, γελούσαν ή δάκρυζαν, διηγούνταν στιγμές που έκαναν στον καθένα διαφορετική εντύπωση, πείραζαν συχνά την Αντιγόνη για να γελάσει λίγο το χειλάκι της και ζωγράφιζαν νέες αναμνήσεις να έχουν για παρηγοριά, όταν θα την αποχωρίζονταν.

Η ημέρα του γάμου έφτασε. Το μυστήριο θα γινόταν στο νησί και ο Μπέης είχε επιτρέψει να γίνει λίγο πριν το μεσημέρι ''για να μη λες Νικολό ότι σου κρατώ κακία'' , παρότι ο νόμος έλεγε ότι η Εκκλησία θα λειτουργεί μόνο βράδυ !

Από πρωί άλλοι ετοίμαζαν τα σφαχτά και άλλοι τη φωτιά για τις σούβλες και η Μαριγώ με τη γιαγιά έψηναν πίτες από την προηγούμενη ημέρα. Είχαν έλθει και κάποιες άλλες γυναίκες να βοηθήσουν και το σπίτι ήταν ανάστατο.

Από το παστό έγιναν πιάτα για μεζέ, μεγάλα τσουκάλια έβραζαν χόρτα για σαλάτα. Ο καπετάνιος είχε αγοράσει κρασί για όλους, αλλά και τα κοτόπουλα για τους Τούρκους είχαν μπει στη θράκα.

Η νύφη ετοιμαζόταν με βαριά καρδιά. Κοπέλες μαζί με την αδελφή της ήλθαν να την πλύνουν, να της πλέξουν την κοτσίδα, να της φορέσουν το νυφικό, δηλαδή την στολή την παραδοσιακή που φορούσαν οι νύφες του νησιού. Τραγούδια του γάμου, ακούγονταν γλυκά από το στόμα τους και η γιαγιά ήταν τόσο συγκινημένη που δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά της. Θα αποχωριζόταν την εγγόνα της. Και μάλιστα για το σημαντικότερο βήμα της γυναίκας. Τι κρίμα που έφευγε τόσο πικραμένη! Τέτοιες στιγμές η κοπέλα είναι φυσιολογικό να νοιώθει άγχος ή να ντρέπεται, αλλά όχι δυστυχία! Τι κρίμα!

Όταν έφτασε η ώρα, ο Νικολός με την επίσημη στολή του νησιώτη χτύπησε την πόρτα της κόρης του. Την καμάρωσε συγκινημένος, τι όμορφη που είναι, μόνο που εκείνη είχε κατεβασμένο το βλέμμα. Της σήκωσε το πρόσωπο ''κόρη μου...'' σταμάτησε μόλις είδε τα μάτια της να είναι κόκκινα και πρησμένα φανερό ότι έκλαιγε!

Πισωπάτησε! ''Τέτοια μέρα και κλαις; Τι θα πει ο μέλλων σύζυγος σου; Τι θα πει ο κόσμος;''

Εκείνη δεν μίλησε. Κάλυψε το κεφάλι της, πήρε τα λουλούδια του κήπου της και κατέβηκε τη σκάλα. Ο πατέρας της εμφανώς θυμωμένος, αλλά με μεγάλη προσπάθεια να κρατήσει το θυμό του, της πρόσφερε το χέρι του.

''Η Άνοιξη είναι ακριβή''Where stories live. Discover now