3 Φεβρουαρίου 1830

37 8 33
                                    

''Θεώνη, τελείωνε με το πρωινό σου πια. Πρέπει να πάμε σχολείο''

΄΄Τελείωσα μαμά, είμαι έτοιμη''!

''Όλο το γάλα Θεώνη, όχι το μισό'' φώναξε η Αντιγόνη.

''Μα πώς το βλέπεις, αφού δεν είσαι στην κουζίνα'' απόρησε η μικρή, το πιστό αντίγραφο της Αντιγόνης, η οκτάχρονη κόρη της, που είχε το όνομα της γιαγιάς της, της μητέρας της Αντιγόνης.

Αναπολεί πολλές φορές τη γέννησή της μικρής της, η Αντιγόνη. Ήλθε στον κόσμο ήσυχα. Αν και ήταν η πρώτη γέννα της, το μωρό της, ήλθε στον κόσμο, χωρίς πολλούς πόνους και ταλαιπωρία της μητέρας. Και σαν μωρό ήταν ήσυχη. Έτρωγε και κοιμόταν, ενώ το κλάμα της ακουγόταν σπάνια. Τη γέννησε εδώ στο σπίτι, στο πατρικό της, που εξακολουθεί να ζει. Με τη βοήθεια μιας γυναίκας που ξεγεννούσε τις εγκυμονούσες στο νησί, με τη βοήθεια της γιαγιάς της και της Μαριγώς, ενώ τα δυο της αδέρφια, περίμεναν έξω από το δωμάτιο το ανίψι τους να γεννηθεί, εναγωνίως. Χαμογελούσε σε κάθε αναπόληση!

Ντυμένες ζεστά, μάνα και κόρη ξεκίνησαν για το σχολείο. Ένα οίκημα με δυο μεγάλα δωμάτια ήταν το σχολείο, που έφτιαξαν εδώ στο Πυργί. Μια αλάνα μπροστά, ήταν η αυλή τους. Δάσκαλο δεν είχαν, γι αυτό το συμβούλιο του νησιού πρότεινε στην Αντιγόνη και την Ειρήνη, να γίνουν οι δασκάλες των παιδιών.

Η ζωή στο νησί κυλούσε ήρεμα. Είχε πάει μερικές φορές και στο Μαράθι. Ο Νότης πλέον, ζούσε στο σπίτι που του είχε παραχωρήσει, ενώ η ζωή προσπαθούσε να μάθει να περπατά λεύτερη.

Η Ειρήνη, η 23χρονη όμορφη και ώριμη αδερφή της Αντιγόνης, είχε παντρευτεί πριν ένα χρόνο, ένα παλικάρι και ήταν πολύ ερωτευμένοι. Ζούσαν στο σπίτι του, στο πατρικό του, κοντά στα κτήματά του και ήταν ευτυχισμένοι.

Η γιαγιά δεν πρόλαβε να δει το γάμο της εγγονής της. Έφυγε έξι μήνες μετά το χαμό του Μανώλη. Ένα χρόνο πολεμούσε γενναία ο πρωτότοκος και πυρπολήθηκε το πλοίο του από τους Τούρκους. Χάθηκε στα βάθη της θάλασσας, που τόσο αγαπούσε. Τους πληροφόρησαν για το χαμό του, άντρες που σώθηκαν και πολεμούσαν δίπλα του. Γενναίος, ατρόμητος, άφοβος, πανέξυπνος, ήταν λίγα από τα επίθετα που του χάρισαν οι συμπολεμιστές του. Γαλήνευε η περηφάνια τον πόνο που ένοιωσε η οικογένεια. Ποιος ξέρει, αν το έμαθε ο πατέρας της εκεί στα ξένα που πολεμούσε κι εκείνος!

Τα χρόνια περνούσαν και είχε δίκιο ο Νικολός. Κανένας εχθρικός στόλος ή στρατός δεν ενόχλησε τα νησιά.

''Η Άνοιξη είναι ακριβή''Where stories live. Discover now