«Όμορφη η αδερφή σου. Πως και δεν την έχω ξανά δει;» Είπε η Ιωάννα στον Γιάννη περιφερόμενη στο δωμάτιο όλη την ώρα μετά από το σεξ.
«Που να την δεις; Αφού και εγώ τώρα την γνώρισα.» Απάντησε ο Γιάννης φορώντας τη μπλούζα του.
«Είστε δηλαδή από έναν πατέρα η από μια μάνα;»
«Από έναν πατέρα. Η μάνα της όμως δυστυχώς δεν ζει. Πέθανε από ανακοπή για τότε, αλλά τώρα που ξανά άνοιξε η υπόθεση κάτι λέγεται για ανθρωποκτονία.»
«Ποιος να κάνει κάτι τέτοιο; Ήταν τίποτα μπλεγμένη;»
«Μπαα. Δεν νομίζω. Αλλά δεν ξέρω κιόλας να σου πω την αλήθεια. Απ το λίγο πάντως που έχω ακούσει τον πατέρα μου να μιλάει για αυτή, λέει τα καλύτερα. Ήταν μεγάλη καψούρα για εκείνον.» Απάντησε ο Γιάννης γελώντας.
«Γελάς; Εγώ το βρίσκω πολύ ουάου όλο αυτό. Απλά η φάση στην κουζίνα με την αδερφή σου ήταν λίγο άβολη ξέρω εγώ, και σου είπα να ανέβουμε κατευθείαν πάνω.»
«Που να ξερά ότι ήταν στο σπίτι; Νόμιζα ότι έφυγε κι αυτή. Τι θα κάνεις τώρα; Θα μείνεις η θα σε γυρίσω σπίτι σου;»
«Θα με γυρίσεις σπίτι μου.» Είπε εκείνη αρπάζοντας τη τσάντα της.Καθόμασταν και οι τέσσερεις στο τραπέζι. Εγώ, ο πατέρας, ο Γιώργος, και η Αθηνά. Τι μαρτύριο και εκείνο με εκείνα τα τραπέζια. Να έχεις μπροστά σου τόσο νόστιμα και μυρωδάτα φαγητά. Να θες να φας και να μη μπορείς. Να μη κατεβαίνει μπουκιά. Χειρότερο κι από αρρώστια. Το έτρωγα και με έτρωγε. Και για τους άλλους δύο, δεν μπορώ να πω ότι ήταν κι ότι ευχάριστο. Ειδικά για τον Γιώργο. Περισσότερο εμένα κοιτούσε παρά το πιάτο του. Κάτι που εξαγρίωνε την Αθηνά.
«Τι συμβαίνει ρε παιδιά γιατί δεν τρώτε;» Ρώτησε ο πατέρας κοιτώντας τη στάση όλων μας.
«Τρώμε ρε πατέρα. Τρώμε.» Απάντησε ο Γιώργος βάζοντας άκεφα μια μπουκιά στο στόμα του για να δείξει ότι δεν τρέχει τίποτα.Εκείνη την ώρα ακούστηκαν γρήγορα βήματα στην σκάλα. Ήταν ο Γιάννης με την Ιωάννα. Εκείνη την ώρα κατέβαιναν. Στάθηκαν απέναντι μας για να μας χαιρετήσουν.
«Καλή όρεξη!» Είπε με εκείνο το πλατύ χαμόγελο η Ιωάννα.
«Ευχαριστούμε κοπέλα μου. Κόπιασε να φάμε μαζί.» Της απάντησε ο πατέρας.
«Εε άλλη φορά καλύτερα. Μη γίνομαι βάρος.»
«Τι βάρος ρε Αννούλα; Ξένοι είμαστε εμείς;» Είπε ο Γιώργος.
«Εντελώς.» Απάντησε ειρωνικά η Αθηνά χωρίς καν να τη κοιτάξει.
«Πάντως Δέσποινα αν θες, για όσο θα μείνεις εδώ μπορούμε να κανονίσουμε για καφέ.» Είπε γυρνώντας προς το μέρος μου προσπερνώντας το ειρωνικό σχόλιο.
«Ναι αμέ. Θα πω τον Γιάννη να μου δώσει το insta σου.»
«Οκ»
«Λοιπόν εγώ θα αφήσω την Ιωάννα μέχρι το σπίτι της εδώ πιο κάτω, και θα γυρίσω οκ;» Είπα ο Γιάννης παίρνοντας τα κλειδιά του σπιτιού.
«Θα την πας με το μηχανάκι;» Ρώτησε ο πατέρας.
«Ε ναι, τι με τα πόδια θα πάμε μέσα στη ντάλα του μεσημεριού;»
«Καλά αλλά να προσεχείς Ε;» Φώναξε ο πατέρας.

VOCÊ ESTÁ LENDO
ΑΡΡΩΣΤΗΜΕΝΗ ΚΑΥΛΑ
Ficção Adolescente«Σταμάτα! Σε ικετεύωωω! Είμαστε αδέρφια...» «Μέχρι χθες ούτε που γνωριζόμασταν μωρό.» Νόμιζα ότι ήξερα τι σημαίνει έρωτας μέχρι που τον γνώρισα. Η καύλα που νιώθω κάθε φορά που τον βλέπω έχει αρχίσει να λειτουργεί μέσα μου σαν ναρκωτικό. Κι όσο πιο...