Κεφάλαιο 15ο

530 11 0
                                    

«Σύμφωνα λοιπόν με τα γεγονότα και τα στοιχεία από τον ιατροδικαστή, είχε καταχωρηθεί στον οργανισμό της καιρό πριν αυτή η ουσία η οποία υπήρξε θανατηφόρα. Ανακαιφαλεώνουμε. Το ερώτημα λοιπόν, είναι ποιος είναι; Ποιος το έκανε; Ποιος είχε σκοπό να εξολοθρεύσει την άτυχη Ευελίνα;»
«Μάλιστα Αστυνόμε.»
«Σε πρώτο στάδιο κινηθήκατε σωστά. Και εγώ το ίδιο θα έκανα, αλλά πρέπει νς βρεθεί ο δολοφόνος και σύντομα μάλιστα. Το χρωστάμε στην ψυχή της κοπέλας που έφυγε έτσι άτυχα. Μα πως είναι δυνατόν να έγινε λάθος πριν δεκαέξι χρόνια;»
«Τι να σας πω κύριε Αστυνόμε; Ούτε εγώ ξέρω.»
«Θα φέρετε εδώ όλους όσους υπάρχουν μέσα σε αυτό τον φάκελο εκτός των παιδιών φυσικά, έναν έναν. Θέλω να τους ανακρίνω όλους!»

...

«Θέλω να βγούμε απόψε.» Είπα στον Γιώργο ξαπλώνοντας στο κρεβάτι του.
«Αποκλείεται πρέπει να πάω στο κλαμπ. Αν θες έλα.» Μου απάντησε βάζοντας ένα chain στον λαιμό του και κάτι δαχτυλίδια στα χέρια του.
«Στους μαχαιροβγάλτες;» Είπα γελώντας.
«Σκασεε.» Μου έκανε στα σοβαρά.
«Καλά ντε μη δαγκώνεις. Απορώ πως δεν σε έχει καταλάβει ο πατέρας τόσο καιρό.»
«Μη το γρουσουζεύεις τώρα! Θα ρθεις η να φυγω;»
«Θα έρθω.»
«Άρα να ανάψω κανένα τσιγαράκι στον κηπο μέχρι να ετοιμαστείς.»
«Όσα θες.» Του είπα δίνοντας του ένα πεταχτό φιλί.

...

Κόσμος να μπαινόβγαινε, πίτα. Μέσα έξω. Ούτε γάμος να γινότανε. Δεν μπορούσες ούτε τσιγάρο να ανάψεις. Άναψα και κόντεψα να κάψω μια τύπισσα που ήταν μπροστά μου. Τα μπουκάλια άνοιγαν το ένα μετά το άλλο. Οι κάβες άδειαζαν. Οι μισοί να χορεύουν γυμνοί πάνω στο τραπέζι και οι άλλοι μισοί να ξεσαλώνουν από κάτω. Μέσα σε όλο αυτό το χάος, ένας Γιώργος αλήτης σαν gangster ντυμένος στα μαύρα με chain, δαχτυλίδια, μαύρο γυαλί, και εγώ δίπλα του σαν queen, με μαύρο φουστάνι αμπιγιέ αλυσίδες στον λαιμό και κάτι αμπιγιέ κρεμαστά σκουλαρίκια.

«Ποια είναι πάλι η όμορφη που συνοδεύεις ρε Γιωργάκη;» Του είπε ο μπάρμαν.

«Η κοπέλα μου. Από εδώ ο Μπαμπης.»
«Πολλοί Μπάμπηδες μαζεύτηκαν ρε παιδιά.»
«Πλέον σε κάθε κλαμπ, υπάρχει και ένας Μπάμπης κούκλα. Τι να κεράσω;»
«Εγώ θέλω ένα διπλό ουίσκι.» Είπε ο Γιώργος.
«Εγώ μια βότκα βύσσινο.» Απάντησα.
«Επ, Γιωργάκη; Μας θυμήθηκες;» Είπε το αφεντικό του πλησιάζοντας μας.
«Δεν σας ξέχασα και ποτέ.» Απάντησε εκείνος.
«Σαν τα χιόνια κάναμε να σε δούμε.» Απάντησε με το βλέμμα του κολλημένο παντα πάνω μου.

ΑΡΡΩΣΤΗΜΕΝΗ ΚΑΥΛΑOnde histórias criam vida. Descubra agora