13. Αποστολή (1)

1.1K 151 69
                                    

Την επόμενη ημέρα, ξυπνάμε νωρίς. Οι κόκορες στον τόπο μου δεν θα είχαν προφτάσει να απαγγείλουν τον πρωινό τους χαιρετισμό τέτοια ώρα. Δεν θα υπήρχε κανένας Ήλιος για να καλωσορίσουν.

Ακόμα κι η Φύση κοιμάται όταν περπατάμε έξω απ'το σπίτι. Δεν αναστενάζει κανέναν άνεμο. Στέκεται παγερά ακίνητη, κοιμισμένη πίσω από κορυφές βουνών και γέρικα δέντρα.

Οι ήχοι μας την ξυπνούν σιγά-σιγά. Βήματα από χοντροκομμένες μπότες. Φωνές που ουρλιάζουν εντολές. Μηχανές αυτοκινήτων που ανασταίνονται μετά από εβδομάδες ακινησίας...

Παλεύω ενάντια στο χιόνι για να ακολουθήσω τους Βορείους, που βαδίζουν προς τα τζιπ τους. Θα εγκαταλείψουμε αυτό το εφιαλτικό βουνό επιτέλους; Ελπίδα σπαρταράει στις φλέβες μου.

Ένας ώμος επιτίθεται στον δικό μου. Ο Όρσο με προσπερνάει, μελανιάζει τη σάρκα πάνω απ'το οστό.

Το βλέμμα μου τον κατασπαράζει. Φροντίζει να ανοίξει τρύπες παντού πάνω στην έκταση της γλοιώδους ύπαρξής του...

Η φαλακρή γυναίκα, το Αριστερό Πλευρό του Λεόνε, κοντοστέκεται πλάι σε εμένα, φορτωμένη με σακίδια.

«Δεν θα λιώσει αν τον κοιτάς για πολύ ώρα, ξέρεις. Ο Θεός σου έδωσε γροθιές για κάποιον λόγο, Πόλο. Χρησιμοποίησέ τις σωστά επιτέλους», πράσινο που λαμπυρίζει παιχνιδιάρικα.

«Θα το κάνω», τη διαβεβαιώνω. Την απειλώ. «Πολύ σύντομα».

Φτάνω κοντά στον Λούπο, στον μόνο άνθρωπο που δεν απεχθάνομαι εδώ πάνω. Κλείνει το πορτ-μπαγκάζ, γυρνάει προς το μέρος μου. Αγουροξυπνημένο καστανό. Παρατηρεί την αρχή των ώμων μου, εκεί όπου φτάνουν τώρα πια τα μαλλιά μου.

«Μου αρέσουν έτσι», χείλη που χαμογελούν. Δεν έχω τη δύναμη να του χαμογελάσω και με τα δικά μου. Αγγίζω το μπράτσο του. Μικρόσωμο, αλλά σκληρό κάτω απ'τα ακροδάχτυλά μου. Γυμνασμένο όσο πρέπει για το νεαρό της ηλικίας του.

Ήταν πάντα εκεί. Παρακολουθούσε από μακριά. Με σκεφτόταν ενώ πέθαινα.

«Πού πηγαίνουμε;» ρωτάω.

«Κάπου μακριά. Ελπίζω να είσαι έτοιμη για τον δρόμο. Η κοντινότερη πόλη απέχει τουλάχιστον μισή ημέρα από εδώ».

Καταπίνοντας με δυσκολία. Πόσο μακριά από το σπίτι μου βρίσκομαι; Πόσο μακριά από τη σωτηρία;

«Θα έρθεις με το δικό μας αμάξι, εγώ θα μας οδηγήσω μέχρι κάτω. Το κανόνισα με τον Λεόνε».

Ιεραρχία Where stories live. Discover now