9. Η Τιμωρία της (2)

955 153 42
                                    

Ο Βόρειος είναι ο μόνος που δεν διασκεδάζει με το αστείο του Όρσο. Συγκεντρωμένος στο πιάτο του, συνεχίζει να τρώει.

«Όχι», μιλάει χωρίς να μας κοιτάζει. «Από εδώ και πέρα θα τη φωνάζουμε Πόλο».

Περιμένω να εξηγήσει γιατί θέλει να μου δώσει το όνομα του κοτόπουλου.

«Αυτό είναι το ζώο της. Αυτό ταιριάζει σε κάποιον τόσο δειλό, τόσο άνανδρο που τρώει στα κρυφά, πριν από την ομάδα».

Θυμός που με πνίγει, που γδέρνει τα σωθικά μου. Που ψιθυρίζει τις επιθυμίες του δίπλα στο αυτί μου...

«Είναι προσβολή για τις κότες που μας δίνουν το κρέας τους και τα αυγά τους, αλλά κάπως πρέπει να τη φωνάζουμε. Για όσο κάτσει εδώ. Για όσο αντέξει». Επιθετικό γκρι, μέσα σε μάτια που θέλω να βγάλω απ'το κρανίο του.

Με υποτιμάει μπροστά σε όλους, με κάνει ένα με το χώμα που ποδοπατούν οι μπότες του...

Η μητέρα μου δεν θα δεχόταν ποτέ να σκύψει το κεφάλι της μπροστά σε έναν θνητό.

Η καρέκλα μου αδυνατεί να με κρατήσει καθισμένη, πλέον.

Ανοίγει το στόμα του για να μιλήσει ξανά, μα δεν τον αφήνω. Το χέρι μου αρπάζει το μαχαίρι του ψωμιού. Τα γόνατά μου σκαρφαλώνουν πάνω στο τραπέζι, προσπερνούν και παρασέρνουν φαγητά στον δρόμο τους, γκρεμίζουν ποτήρια στο πάτωμα.

Φτάνω μπροστά του πάνω σε παλάμες και σε γόνατα, σαν λυσσασμένο αγρίμι, ασταμάτητο μέχρι να έχει το θύμα του νεκρό ανάμεσα στα δόντια του.

Ορμάω πάνω του προτού προλάβει να αντιδράσει. Πέφτουμε κάτω, μαζί με την ξύλινη καρέκλα που τραντάζει ολόκληρο τον σκελετό του δωματίου.

Σώμα πιεσμένο στο δικό του, τον κρατάω εγκλωβισμένο στο δάπεδο.

Το μαχαίρι στον λαιμό του...

Είμαι μουδιασμένη, συνεπαρμένη απ'την αδρεναλίνη που δηλητηριάζει το αίμα μου. Ο θάνατος το μόνο πράγμα που επιθυμώ. Θέλω να δω κόκκινο. Να λερώσω τα χέρια μου, να πνιγώ μέσα στο αίμα αυτού του βαρβάρου.

Δεν καταφέρνω να κόψω ούτε τον πρώτο φλοιό της σάρκας του. Το σώμα του πιο βαρύ απ'το δικό μου, μας γυρνάει ανάποδα. Η πλάτη μου κάτω, εκείνος από πάνω μου. Φυλακίζει τους καρπούς μου μέσα σε δυνατές χούφτες, δημιουργεί μελανιές στον καμβά του δέρματός μου...

Δεν αντέχω την πίεση των δαχτύλων του. Η παλάμη μου ανοίγει, ελευθερώνει το μαχαίρι. Είμαι άοπλη ξανά.

Γκρίζα σύννεφα, μεγαλοπρεπή, εξαπολύουν τρομερές καταιγίδες προς το μέρος μου...

Δεν μπορώ να κουνηθώ από κάτω του. Φωνάζω και χτυπιέμαι για να ελευθερωθώ, το γκρι του σκουραίνει όλο και πιο απειλητικά.

«Ξεπέρασες τα όρια», ένα γρύλισμα πάνω από τα χείλη μου. Η ανάσα του καυτή, οργισμένη, τα χαϊδεύει με το βελούδο της.

Σηκώνεται, με παίρνει και εμένα μαζί του. Με τραβάει προς το έξω. Το σώμα μου δεν προλαβαίνει την ταχύτητά του, σωριάζεται στο ξύλο. Σέρνεται από πίσω του...

Καταφέρνω να δω το τραπέζι για μία τελευταία φορά. Τον Λούπο που σηκώνεται πάνω, την ανέκφραστη Φάλκο. Τον ηλικιωμένο Βόλπε που παρατηρεί την κατάσταση ετοιμοπόλεμος, πάντοτε σε εγρήγορση.

«Όλοι κάτω. Τώρα!» η φωνή του Βορείου ακινητοποιεί το κάθε χτυποκάρδι.

Όλα, εκτός απ'το δικό μου. Δε σταματάω να αντιστέκομαι, δεν παύω να βρίζω και να στριγκλίζω ενάντιά του. Τίποτα απ'ότι κάνω, όμως, δεν είναι αρκετό για να με σώσει.

Βγαίνουμε στο έλεος της Φύσης, στην οργή αυτού του αφιλόξενου βουνού. Κυλιέμαι μέσα σε χιόνι, κολυμπάω σε μία παγωμένη θάλασσα. Πασχίζω να ξεφύγω, μα κανένας φάρος δεν μου δείχνει το δρόμο της σωτηρίας.

Τα χέρια του με παρατούν μέσα στην αποθήκη. Σε μια μικρή κατασκευή από ξύλο και πέτρα, κοντά στον χώρο της Εκπαίδευσης.

Το πάτωμα είναι λερωμένο με το αίμα των νεκρών ζώων που κρεμούν συνήθως οι Βόρειοι από το ταβάνι. Ξεκοιλιασμένα, τα άμοιρα πλάσματα περιμένουν εδώ μέχρι να φαγωθούν...

Αυτή τη φορά, εγώ παίρνω τη θέση τους.

Η αλυσίδα με την οποία δένει τα χέρια μου στον τοίχο είναι κρύα. Σειρά έχουν οι αστράγαλοί μου... Είμαι τρομοκρατημένη για πρώτη φορά στη ζωή μου. Όσο κι αν χτυπιέμαι, δεν μπορώ να λυθώ.

Εκείνος πλησιάζει προς το μέρος μου. Το σώμα μου κολλάει πάνω στο δοκάρι που συγκρατεί τα δεσμά μου, το κεφάλι μου κινείται με μανία.

«Όχι!» ουρλιάζω, προσπαθώ να τον κάνω να μείνει μακριά μου. «Μην τολμήσεις να με αγγίξεις!».

Δεν θα αντέξω όμοια τιμωρία με εκείνη του Προδότη. Δεν θα επιζήσω από κάτι τέτοιο...

«Δεν σκοπεύω να το κάνω», λόγια που καθησυχάζουν μια σπαρταριστή καρδιά, έστω και λίγο. «Απλά θα σου διδάξω τι θα πει πειθαρχία. Θα μείνεις εδώ, δεμένη μέσα στο κρύο, μέχρι να μου ζητήσεις συγγνώμη για αυτό που πήγες να κάνεις. Μέχρι να καταλάβεις το λάθος σου».

«Δεν πρόκειται να ζητήσω συγγνώμη επειδή το στομάχι μου ήταν άδειο και ήθελα να φάω! Ειδικά από εσένα!»

«Όπως θες. Επιλέγεις να μείνεις εδώ».

Φεύγει. Με αφήνει μόνη μου, ανήμπορη να κουνηθώ. Το μόνο που είμαι ικανή να κάνω, είναι να του φωνάζω κατάρες καθώς απομακρύνεται. Να τσιρίζω και να ουρλιάζω προς τον ουρανό που μοιάζει με τα μάτια του.

Θα τον σκοτώσω, μία υπόσχεση στον εαυτό μου και στη Φύση. Όταν λυθώ, θα τον σκοτώσω.

Ιεραρχία Where stories live. Discover now