11. Χωρίς Δάκρυα (2)

1K 155 71
                                    

Ξηρός λαιμός, άγριος. Χρειάζομαι νερό.

Τεντώνω το χέρι μου όσο η αλυσίδα μου επιτρέπει. Είναι αρκετό για να φτάσω την κούπα. Προτού, όμως, προλάβω να τυλίξω τα δάχτυλά μου γύρω από την πορσελάνη, ένα ξένο χέρι την παίρνει μακριά.

Ο Όρσο είναι εδώ, μέσα στην αποθήκη μου. Με σατανικό χαμόγελο και πολλά στραβά δόντια. Αφήνει την κούπα έξω από το άνοιγμα της πόρτας, τη στερεώνει ανάμεσα σε πάγο. Τόσο μακριά, ώστε να μην μπορώ να τη φτάσω για μερικά εκατοστά.

Αν είχα την αντοχή να πιέσω ήχους έξω από το στόμα μου, θα του γρύλιζα.

Προσπαθώντας με κάθε σπιθαμή δύναμης που επιβιώνει στο μέσα μου να φτάσω εκείνη την κούπα...

Είναι μάταιο.

Δεν αντέχω να θυμώσω ή να φωνάξω. Απλώς μένω ξαπλωμένη εδώ, πάνω σε ξύλο, με το νερό μου εκεί, μέσα στη λευκή αμμουδιά.

Παραδίδομαι στον Ύπνο, τον μόνο φίλο που καταφέρνει να πάρει τον πόνο μακριά για μερικές ώρες...

Είμαι βυθισμένη σε σκοτεινούς ωκεανούς όταν ξυπνάω. Σε βαθιά νύχτα. Το βλέμμα μου ψάχνει στο απέναντι κτήριο για το συνήθως φωτισμένο παράθυρο. Η φιγούρα του δεν είναι εκεί. Δεν με κοιτάζει από μακριά, πια. Μπορεί να είμαι ήδη νεκρή, και γι'αυτό να σταμάτησε να στέκεται μπροστά από το τζάμι.

Ένας ήχος κοντά μου.

Οι αλυσίδες μου τρίζουν όταν προσπαθώ να συρθώ μακριά από την απειλή. Μία καινούρια κούπα αφήνεται δίπλα στο χέρι μου, ξεχειλισμένη μέχρι πάνω...

Δεν καταφέρνω να κουνηθώ για να τη φέρω στο στόμα μου. Είμαι πολύ αδύναμη τώρα πια.

Ο Βόρειος τη σηκώνει. Νομίζω πως την παίρνει μακριά μου, πως την έφερε μονάχα για να με βασανίσει, μα δεν το κάνει.

Σκύβει δίπλα στο κοκαλωμένο μου σώμα. Κατεβάζει την κουβέρτα που προστατεύει τη μύτη και τα χείλη μου απ'το αγιάζι...

Το χέρι του καυτό κάτω από το κεφάλι μου. Η πορσελάνη πάνω στα χείλη μου, τα πιέζει μέχρι να ανοίξουν για να δεχτούν το νερό που τόσο έχουν στερηθεί. Η δίψα μου καταπραΰνεται, αισθάνομαι λίγο πιο ζωντανή.

Μου μιλάει ενώ με αφήνει να πιω, με λόγια που μετά βίας ξεχωρίζω μέσα στον αέρα.

«Δεν ήξερα ότι το είχε βάλει μακριά σου. Δεν το ήξερα μέχρι τώρα», προσπαθεί να τινάξει την ευθύνη που σκονίζει τους ώμους του, ενώ αυτός είναι ο Βάρβαρος που με έδεσε εδώ μέσα. Θα μπορούσε να με λύσει, να με σώσει, αλλά δεν το κάνει.

Ιεραρχία Where stories live. Discover now