16

81 11 0
                                    

Η κορη μου είχε ηρεμήσει και κοιμηθεί. Τα παιδια ευτυχώς δεν κατάλαβαν τίποτα από τον καβγά. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Ημουν ξάπλα στο κρεβάτι και έκλαιγα. Όλο το βράδυ απλά έκλαιγα. Γιατί ρε Μάρκο; Σου δόθηκα.

Είδα το ρολόι του κινητού μου. Η ώρα ήταν εφτά. Σηκώθηκα απρόθυμα. Πήγα στο δωμάτιο των παιδιών. "Αγάπες μου, ξυπνήστε! Σχολείο." Άνοιξα το παντζουρι του δωματίου. "Λίνα! Δεν θα το ξαναπώ σηκω." Γκρινιαξε μεσα στον ύπνος της και γύρισε πλευρό. Άκουσα την Παυλίνα τα κλαει. "Ωχ θεέ μου βοήθησε με." Έτρεξα στο δωμάτιο μου και πηρα την κόρη μου αγκαλιά. Την κουνησα και περπάτησα παζι της μέχρι το παιδικό. Η Λίνα μόλις την είδε σηκωθηκε κατευθείαν. Έτρεξε στο μέρος μου. "Μπορώ να την κρατήσω;" Κοίταξα την ώρα στο κινητό. Είναι εφτά και είκοσι. "Δεν προλαβαίνουμε μωρο μου τώρα. Βοήθησε με σε παρακαλώ. Ξύπνησε τα αγόρια και εγω παω να φτιάξω πρωινό, εντάξει καρδιά μου;" Εγνεψε και πηγε στα αγόρια.

Κατέβηκα γρήγορα στην κουζίνα με την Παυλίνα στην αγκαλιά μου. Έβγαλα τρία μπολ και μέσα τους τοποθέτησα δημητριακά. Έβγαλα το μπουκάλι γάλα από το ψυγείο και το ακούμπησα στο τραπέζι. "Ελάτε! Πρωινό." Πήγα πίσω στο δωμάτιο μου και θήλασα την Παυλίνα. Άκουσα από κάτω τα παιδιά να φωνάζουν. Ακούμπησα την Παυλίνα ξανα στην κούνια της. Άνοιξα την ντουλάπα μου και πηρα μια μαύρη oversize φόρμα με ενα άσπρο τοπακι. Τα μαλλια μου τα έπιασα έναν πρόχειρο κότσο. Πήγα ξανα στην κούνια και ξανά πηρα την κόρη μου αγκαλιά. "Ελάτε παιδιά. Είναι πάρα πέντε. Πρέπει να φύγουμε. Πήρατε όλα τα πράγματα;" Πρόλαβε ο Σέργιος να μιλήσει. "Ναι! Παμε" Άνοιξα την πορτα και βγήκαν. Τα ακολούθησα. Μπήκαν στο αμαξι. Ο Γιάννης έκατσε μπροστά αφού το παιδικός καθισματακι της μικρής έπιανε την θέση πίσω. Έφτασα έξω από το σχολείο. "Λοιπόν φρόνιμα. Θα έρθω να σας πάρω στο σχολασμα δεν φεύγετε με κανέναν." Αναστεναξαν αγανακτησμενα. "Γιάννη! Ούτε στον μπαμπά!" Εγνεψε φοβισμένα και εφυγε. Κατέβηκαν και τα τρία. Εμεινα απέξω μέχρι να τα δω να χάνονται μεσα στην πόρτα του σχολείου. Το τηλέφωνο μου ήχησε σε όλο το αμάξι. Προσπάθησα να το βρω πριν ξυπνήσει η μικρη. "Έλα! Έλα σε παρακαλώ....Να το!" Το πηρα βιαστικά στα χέρια μου και το σήκωσα. "Ναι;" περίμενα απάντηση. "Αρχηγέ σε χρειαζόμαστε. Έγινε κάτι πολύ σοβαρό. Το ξερω οτι δεν μπορείς να έρθεις τόσο εύκολα αλλά είναι ανάγκη" Αναστέναξα και κοίταξα την μικρή. "Ουφ καλά. Έρχομαι Νίκο ηρέμησε. Αλλά! Αύξησε την ασφάλεια. Θα έρθω με την κόρη μου. Δεν έχω που να την αφήσω." Συμφώνησε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Γύρισα το κλειδί και άναψα την μηχανή και πάτησα το γκάζι. Σε δέκα λεπτά είχα φτάσει. Κατέβηκα γρήγορα και έτρεξα στην πίσω πόρτα. Είδα έναν άντρα να τρέχει προς το μέρος μου. Έκλεισα την πόρτα της μικρής και κλείδωσα το αμάξι. "Εισαι η Έλλη;" Τον κοίταξα προσεχτικά. "Εσυ ποιος εισαι που ρωτας;" Μου χαμογέλασε. Το χέρι μολεχτηκε στο κότσο μου. Με τράβηξε απο τα μαλλια και επεσα κατω. Πηγε να σπάσει το παράθυρο της Παυλίνας. Σηκώθηκα γρήγορα και τον κλοτσισα. "Τι έχει εκείνο το αμάξι τόσο σημαντικό για εσενα;" Χαμογέλασα. "Κάτι που δεν πρόκειται να μάθεις." Πηγε να μου επιτεθεί. Ένας κρότος ακούστηκε. Έκλεισα τα μάτια μου. Μόλις τα ανοιξα εκείνος ήταν νεκρός στον δρόμο ενώ ο Νίκος στην ευθεία του βλέμματος μου. Έτρεξε και με αγκάλιασε. "Εισαι καλα" Τον εσπρωξα και έτρεξα στο αμαξι. Το ξεκλειδωσα. Άνοιξα βιαστικά την πόρτα. Η μικρή μου δεν είχε καταλάβει τίποτα. Απλά κοιμόταν. Την έλυσα από το κάθισμα και την πήρα στην αγκαλιά μου. "Θεέ μου Έλλη. Είναι ίδια ο Παύλος απλά με τα δικά σου μαλλια." Χαμογέλασα σε αυτές τις λέξεις και φίλησα το μέτωπο της Παυλίνας. Περπατήσαμε και μπήκαμε μεσα στην αποθήκη. Η Βάσω με το που είδε την μικρή ηρθε τρέχοντας στο μέρος μου. "Να την παρω;" Εγνεψα και της έδωσα την μικρή να την κρατήσει.

"Λοιπόν ακούω. Τι ηταν το τόσο σοβαρό που έπρεπε να έρθω μέχρι εδω;" Γύρισαν όλοι και με κοίταξαν. "Μας επιτίθενται. Μικρές συμμορίες. Ένας από αυτές ήταν αυτός που σ επιτέθηκε έξω. " Επεξαργαζομουν τα γεγονότα. "Πρώτον τακτοποιει κάποιος το πτώμα;" Ο Νίκος εγνεψε. "Δεύτερον, που σκατα είναι ο Μάρκος! Είναι ο αρχηγός όσο λείπω εγώ!" Ο Νίκος αυτή την φορά ξεροκατάπιε. "Τον απήγαγαν" Ένιωσα κάτι να σπάει μεσα μου. "Ποίοι και που;" "Η συμμορία του Άλκη." Κοπανησα το χερι μου. "Του Άλκη;" Εγνεψαν φοβισμενοι. "Του γαμημενου Άλκη;" Ο Νίκος το πηρε ξανα πανω του. "Ναι." Αναστέναξα. "Ωραια. Λοιπόν. Αποσπάτε προσοχή πηγαίνω τον παίρνω. Κατανοητό;" Εγνεψαν όλοι και σηκώθηκαν. "Βάσω εσυ εδω με την μικρή. Θα σου αφήσω και ασφάλεια" Βγήκαμε όλοι από την πόρτα. Φτάσαμε στην αποθήκη του Άλκη. Τα αγόρια ξεκίνησαν να κοπανάνε την πόρτα και να φωνάζουν όσο εγώ  σκαρφαλωνα από το πλαϊνό παράθυρο. Κατάφερα και μπήκα μέσα.  Κοίταξα προσεχτικά αν υπήρχε κάποιος εκεί. Προχώρησα και στο βάθος βρήκα το Μάρκο δεμένο και φημωμενο. Μμ είναι καλύτερος έτσι. Έτρεξα προς το μέρος του και τον έλυσα  "Έλλη; Τι κάνεις εδω;" Του χαμογέλασα ειρωνικά "Το μαλακα. Ξέρεις εσύ με γαμας φεύγεις και εγω κάθομαι και ρισκάρω την ζωη μου για πάρτη σου;"  Με κοίταξε με λύπη. "Δεν ειναι αυτο που νομίζεις" Γέλασα ειρωνικά. "Ασε τα πρωτότυπα στιχάκια για τους άλλους. Παμε να φύγουμε." Πηδηξαμε έξω από το παράθυρο. Έτρεξα στην μηχανή με την οποία ήρθα. Ανέβηκα πανω το ίδιο και ο Μάρκος.  Έστειλα μήνυμα στον Νίκο ότι παμε πίσω αποθήκη. Έρχομαι Παυλίνα μου.

𝕃𝕒𝕤𝕥 𝕥𝕚𝕞𝕖Where stories live. Discover now