22

74 10 5
                                    

"ΠΑΥΛΊΝΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΠΏ! ΤΣΑΚΊΣΟΥ ΤΩΡΑ ΚΑΤΩ!" Άκουσα μια τσιριδα μεσα απο το δωμάτιο. "ΟΧΙ! ΨΕΥΤΗ! ΕΙΠΕΣ ΟΤΙ Η ΜΑΜΑ ΘΑ ΓΥΡΊΣΕΙ! ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΜΕ ΝΤΥΝΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ" Με το χέρι μου έπιασα το κούτελο μου και το έτριψα. Ημουν έξω από το δωμάτιο της. Χτύπησα μαλακα την πόρτα. "Παολα...κόρη μου σε παρακαλώ άνοιξε μου. Άνοιξε μου να μιλήσουμε ήρεμα." Μετά από ολιγόλεπτη ησυχία ακούστηκε ο γνωστός ήχος της κλειδαριάς. Ήταν ντυμένη με ενα μαύρο φορεματάκι που έφτανε μια παλάμη πανω απο τους αστραγάλους. Τα σγουρά μαλλάκια της ήταν ελεύθερα ενώ τα καφε ματάκια της γεμάτα δάκρυα.

Έπεσε με φόρα πανω μου. Τύλιξε τα χεράκια της γυρω από τα πόδια μου και έκλαιγε. Εσκυψα και την πήρα στην αγκαλιά μου. "Μωρο μου το ξερω οτι ειναι δύσκολο. Και εμενα μου λείπει η μαμα σου. Και ο μπαμπάς σου. Η μαμα σου ηταν ο κόσμος μου ολόκληρος ενώ ο μπαμπάς σου ο αδερφός μου. Είμαι εδώ για εσενα μικρή. Στο υπόσχομαι. Όλα καλά θα πάνε στο τέλος." Της χαιδεψα τα μαλλάκια και την είχα για ωρα στην αγκαλιά μου. "Μάρκο. Μου δένεις την γραβάτα;" Γύρισα και ειδα τον Γιάννη με ματια κατακόκκινα και μια γραβάτα μπλεγμένη γύρω από το λαιμό του.

Τον πλησίασα. Εσκυψα μπροστά του. "Μάρκο. Είναι καλα; Εκεί που είναι." Χαμογέλασα αδύναμα. "Είναι. Είναι με τον Παύλο και την μαμα σου." Με αγκάλιασε. Ξαφνιάστηκα. Δεν με είχε αγκαλιάσει ποτέ ο Γιάννης. Τύλιξα και εγω με την σειρά μου τα χέρια μου γύρω του.

Περπατάμε στο δρόμο και εγω ειμαι ένας από τους έξι που την κουβαλάει. Την κουβαλάω...αστείο ε; Η τελευταία φορά που την είχα στον ώμο μου έβγαζε ήχους. Έβγαζε ευχαριστους ήχους. Τον ήχο του γέλιου της όπου αντιχουσε σε κάθε τοίχο του σπιτιού. Σαν το φθινόπωρο του Βιβαλντι, έτσι και αυτη...Από πράσινη ζωη, από ζωντανό οργανισμό έτσι και σε εκείνης η ζωή εγινε καφέ. Καφέ και σκληρή, που μόλις την πατήσεις γίνεται θρύψαλα.

Όμως εγώ φταίω. Φταίω γιατί εκείνη ήταν η άνοιξη. Ήταν η ζωή και το φως. Μετά την πήραν. Την πήραν και την μετέτρεψαν σε όμορφο φθινόπωρο. Εκείνη καταφερε να ξεφύγει αλλά μάταια. Εξαντλημένη απο τα βασανιστήρια που ποτε δεν μάθαμε ξεψυχησε με αρωμα την στάχτη και το κάρβουνο. Τα σγουρά κάστανα μαλλια της που μέχρι τώρα σκεπαζαν τους ώμους της σαν εσαρπα, πλέον δεν υπάρχουν. Τα γκριζοπρασινα ματια της, που έβλεπαν μεσα στην ψυχή σου, χάθηκαν. Το λαμπερό χαμόγελο της με τα δύο κατακόκκινα σαρκωδη χείλη παραμοφωθηκαν σε αποκαΐδια. Εκείνη έγινε κάτι άλλο από ότι ήταν. Εκείνη χάθηκε. Και τώρα εγώ κρατάω το ψυχρό φέρετρο της φτιαγμένο από ξύλο τριανταφυλλιάς.

Το λείο φέρετρο σύντομα βρέθηκε κάτω από το υγρό έδαφος και πάνω του μια γοητευτική πέτρινη ταφόπλακα με το όνομα της γραμμένο. Από κάτω είχε μια φράση που της έλεγα "Σε αγαπώ για πάντα και μια μέρα."

Άφησα ένα κατάλευκο τριαντάφυλλο στο ακόμα υγρό χώμα. "Μια μέρα θα είμαστε πάλι μαζί. Πέτα με τον Παύλο άγγελε μου και ζησε την ηρεμία και την ειρήνη που πάντα αποζητουσες. Σε αγαπώ πολύ κοριτσάκι μου όμορφο. Σε αγαπώ για όλα τα πράγματα που πρισφερες. Σε αγαπώ για αυτο πουωμε έκανες όταν ήμουν μαζί σου. Σε αγαπώ γιατί μπου χάρισες την Παυλίνα. Σε αγαπώ γιατί ήσουν πάντα εκεί. Σε αγαπώ γιατί είσαι εσύ. Καμία άλλη δεν θα αγαπήσω όπως αγάπησα εσενα. Και μικρή μου μπορεί να μην στο είχα πει αλλά ήρθε η ώρα για κάποιες εξηγήσεις... Η νυχτα που κάναμε έρωτα ήταν μια από τις καλύτερες τις ζωής μου. Όμως, ειδα τον Παύλο. Είχε έρθει στον ύπνο μου και μου φώναζε. Μου φώναζε γιατί είχα κλέψει τα δύο κορίτσια της ζωής του. Εσενα και την Παυλίνα. Και μπορεί να έχει δίκιο..." Σκούπισα τα δάκρυα που δεν είχαν σταματημό. " Επίσης, Ελλη, αγάπη μου για τον θάνατο του Παύλου δεν φταις εσύ. Πάψε να κατηγορείς τον εαυτό σου. Ξέρω πως δεν το έχει πει σε κανέναν αλλά το νιώθεις. Δεν φταις εσύ μωρό μου. Δεν φταις εσύ..." Εσκυψα και ακούμπησα το χώμα. "Αντίο, αρχηγε."

"Όπως είστε μπαίνετε ένας ένας για μπάνιο." Τα κορίτσια πήγαν στα δωμάτια τους ενώ τα αγόρια κάθισαν στον καναπέ. "Παίδες και εσείς πάτε για μπάνιο. Να έχετε το νου σας στα κορίτσια, πάω για δουλειά"

Στο μεταξύ...

"Αλκη; Άλκη! Άλκη σε παρακαλώ μωρο μου μιλά μου!" Άκουσα τον βήχα του. "Βάσω..." Η φωνή του ηταν αδύναμη. Έτρεξα σε εκείνον. Το πόδι του ηταν καμένο το ίδιο και το μισό του πρόσωπο. Έβαλα το κεφάλι του στα ποδια μου. "Μωρο μου! Τι σου έκανε η σκύλα!" Τον φιλουσα σαν να ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Μου χαμογέλασε σατανικά. "Το θέμα Βάσω είναι πως η Έλλη είναι νεκρή. Τώρα αυτοί που έχουν σειρά είναι τα παιδιά της. Όλα της τα παιδιά. Και τα πέντε. Σύντομα θα κάνουν μια οικογενειακή συγκέντρωση και επειδή δεν θέλω να είμαι άδικος...θα στείλουμε και τον Μάρκο." Ένωσα ξανα τα χείλη μου με τα δικά του. "Μωρο μου σατανικό εσύ!"

𝕃𝕒𝕤𝕥 𝕥𝕚𝕞𝕖Where stories live. Discover now