18

71 11 5
                                    

Ήταν χάραμα. Το σκοτάδι είχε σκορπιστει στον ουρανό και το τρεμομενο φως του δρόμου με τυφλωνε μεσα απο το παράθυρο μου. Ημουν ξάπλα στο κρεβάτι μου αλλα τα ματια είχαν μείνει ανοιχτά. Τα λόγια του Μάρκου επαναλαμβανονται στο μυαλό μου συνεχώς. "Νιωθω πως θέλω εκδίκηση αλλά δεν θελω να νιωθω εκδίκηση γιατί απέναντι μου εισαι εσυ! Όταν σε πήρα τηλέφωνο και απάντησε ένας άνδρας...ένας άλλος άνδρας και όχι εγώ σκέψεις ήρθαν στο μυαλό μου. Σκέψεις απαίσιες. Σκέψεις με εσενα να είσαι στα τέσσερα και να μην είμαι εγώ αυτός που βρίσκεται μέσα σου. Σκέφτομαι πως ότι είχαμε τελειωσε. Πως μπορείς να ξεσκιζεσαι. Πως λογαριασμό δεν μου χρωστάς. Αλλά μετά έρχονται άλλες σκέψεις στο μυαλό μου πως θα μου λείψεις. Λέω στον εαυτό μου πως δεν έχω το δικαίωμα να λέω πως δεν φταίω γιατί το ξερω πως φταίω Ελλη. Το ξερω οτι μόνος μου μπουρδελο τα έκανα. Και με τιμωρω για αυτο τόσο πολύ. Συγγνώμη Ελλη σε παρακαλώ." Πως τα κάναμε έτσι ρε Μαρκο; Και γιατί δεν σε άρπαξα να σε φιλήσω την στιγμή που μου τα ειπες; Γιατι δεν ορμηξα πανω σου; Γιατι;

Η πόρτα χτύπησε. Το κεφαλάκι της Λίνας τρυπωσε από το μικρό άνοιγμα της πόρτας. "Έλλη;" Ανακαθισα στο κρεβάτι μου. "Τι εγινε μωρο μου;" Με πλησίασε. Έκατσε απέναντι μου. "Ελλη θέλω να αλλάξω δωμάτιο. Δεν αντέχω άλλο με τα αγόρια!" Χασκογελασα. "Εντάξει μωρο μου. Από αυτή τη βδομάδα θα κοιμάσαι εδώ." Μου χαμογέλασε και με αγκάλιασε σφιχτά. "Αντε τώρα μικρή πήγαινε να κοιμηθείς γιατί αύριο έχεις σχολείο." Εγνεψε και άνοιξε την πόρτα.  "Καληνύχτα Έλλη " Της έστειλα ένα φιλί. "Καληνύχτα μικρή μου"

Ο ήλιος είχε πάρει την θέση της σεληνης και φωτιζε τον κόσμο. Είχα ντυθεί  πρόχειρα. Το μακρύ μαλλί μου τοποθετήθηκε σε έναν ψηλό ακαταστατο κότσο. Άνοιξα την ξύλινη πόρτα και έκανε τον χαρακτηριστικό της ήχο. Χαιδεψα το μάγουλο του Σεργιου. "Μικρε μου ωρα να ξυπνήσετε." Μουρμούρισε κάτι μέσα στον ύπνο του που δεν κατάλαβα. Άνοιξε τα καφε του ματάκια. "Ελλη;" Τα χείλη μου ακούμπησαν το μάγουλο του. "Σηκω μωρο μου. Και σήκωσε και τα αδέρφια σου." Γκρινιαξε λιγο αλλά σηκώθηκε.

Ημουν έξω από την πόρτα του Μάρκου. Η μικρή ζήτησε κάτι και πρέπει μα το σεβαστώ. Χτύπησα την πόρτα. Η φωνή του ακούστηκε. Λυγισα το πόμολο και τον ειδα. Πέρασα μεσα στον χώρο. "Πρέπει να με βοηθήσεις με την μετακόμιση. Θα κοιμόμαστε μαζί για να έχουν τα κορίτσια το δικό τους δωμάτιο. Δεν γίνεται πλέον να κοιμάται ο Σέργιος με τον Γιάννη στο ίδιο κρεβάτι."

Έφυγα χωρίς να περιμένω απάντηση. Τα τρία τερατακια κατέβηκαν στην κουζίνα. Είχα την μικρή στην αγκαλιά μου ενω έφτιαχνα πρωινό στα παιδιά. Ο Μάρκος εμφανίστηκε και αυτος με την σειρά του. Πήρε την Λίνα από την καρέκλα που καθόταν και την έκανε σβούρες. Η μικρή γέλαγε ενώ τα αγόρια τρώγανε. "Μάρκο άφησε την να φάει γιατι πρέπει να τα πάω σχολείο." Την άφησε στην καρέκλα και γύρισε να κοιτάξει εμενα. "Θα τα πάω εγω" Πήρε ένα μήλο από το τραπέζι και πηγε στο δωμάτιο του.

Είμαι στην αποθήκη και τακτοποιώ κάποιες εκκρεμότητες. Η Παυλίνα είναι στο σπίτι με την Εμμα.

Το τηλέφωνο του γραφείου μου χτύπησε. "Ναι;" Σιωπή στο ακουστικό. Έπειτα ένα κλάμα. Ένα γνώριμο κλάμα μωρού. Παυλίνα! "Ποιος εισαι;" Φώναξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει. "Δεν με θυμάσαι;" Οχι! Οχι το μωρό μου με αυτόν. "Μπαμπα;" Το γέλιο του ακούστηκε ενώ η μικρή συνέχιζε να κλαίει. "ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕΙΣ ΠΑΛΙΟ ΜΑΛΑΚΑ ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ!"  Εκείνος συνέχιζε να γελαει. "Τι θέλεις από την ζωη μου; Τι;" Το γέλιο του σταμάτησε. "Ξέρεις τι θέλω. Έχεις διορία να το σκεφτείς μια βδομάδα. Σε μια βδομάδα θα σε πάρω ξανα τηλέφωνο. Αν η απάντηση είναι αρνητική η κορη σου είναι νεκρή. Αν είναι θετική θα ζήσει με τον Μάρκο. Διαλέγεις μικρή." Το τηλέφωνο έκλεισε. Ούρλιαξα απο απελπισία. Βγηκα τρέχοντας έξω και αγνόησα τις ερωτήσεις των παιδιών. Ανέβηκα στην μηχανή μου και πηγα σπίτι.

"ΕΜΜΑ!" Κοπανησα την πόρτα πισω μου. Βρήκα την Εμμα αναίσθητη στο σαλόνι. Έτρεξα κοντά της. "Εμμα! Ξύπνα κορίτσι μου" τοποθέτησα το κεφάλι της στα ποδια μου. Πηρα το τηλέφωνο μου στα τρεμαμενα μου χέρια. Κάλεσα το νούμερο του Μάρκου.

"Έλα Ελλη έγινε κατι; Μόλις άφησα τα παιδιά στο σχολείο." Μου ξέφυγε ένας λυγμός. "Έλα σπίτι τώρα!" Του έκλεισα το τηλέφωνό. Φίλησα στο μέτωπο την Εμμα. "Ωρα να φυγω και εγω καλή μου. Να μου προσέχεις την μικρή μου. Να μου προσέχεις ολα μου τα παιδιά." Άφησα απαλά το κεφάλι της στο μαρμάρινο πάτωμα. Πηρα ενα χαρτί και ένα στυλό.

"Μάρκο και Εμμα.
Μου πήραν την Παυλίνα. Ο μπαμπάς μου πήρε την κόρη μου. Θα κάνω τα πάντα για να είναι εκείνη καλά. Ακόμα και να πεθάνω. Μάρκο πες συγγνώμη στα παιδιά που τα αφήνω και εγω πίσω αλλά είναι η Παυλίνα... Πες τους ότι βρήκα τον Παύλο. Σας αγαπώ. Όλους. Και Μάρκο ημουν ερωτευμένη μαζί σου αλλά είσαι μεγάλος ΜΑΛΑΚΑΣ.

Με αγάπη,
Ελλη Αναστασίου."

Κόλλησα το γράμμα στο ψυγείο και βγηκα απο το σπιτι. Έρχομαι Παυλίνα.

𝕃𝕒𝕤𝕥 𝕥𝕚𝕞𝕖Where stories live. Discover now