28

57 9 2
                                    

Με έκλεισαν στην απομόνωση ως τιμωρία.

Οι συνθήκες στην απομόνωση ήταν απάνθρωπες. Με είχαν βάλει σε ένα μεγάλο ξύλινο κουτί σαν φέρετρο∙ Δεν μπορούσα ούτε να κάτσω, ούτε καν να κουνηθώ. Ημουν ακίνητη. Απλά στεκόμουν ορθια, δίχως να μπορώ να κουνήσω ούτε το χέρι μου. 

Μπορούσα να άκουσω κάθε μικρό ήχο, όμως φοβόμουν διότι δεν μπορούσα να διακρίνω αυτους τους ήχους. Το φαγητό μου το πέταγαν κυριολεκτηκά απο μια μικρη τρύπα στο πίσω μέρος του κουτιού. 

Η τροφή ήταν 400 γραμμάρια ψωμί την ημέρα και δύο κύπελλα καυτού νερού∙ Η ποινή στην απομόνωση ήταν από 4 μέχρι 20 μέρες. Εκλεισα τα ματια μου και άφησα την φαντασία μου να με ταξιδέψει. 

Με πήγε πίσω στην μπέμπα μου, που τώρα θα είναι ολόκληρο κορίτσι. Μετά, στον μικρό μου αδερφό, που πλέον θα είναι έφηβος. Έπειτα, στα άλλα δυο όμορφα τερατάκια που και αυτά θα έχουν μπεί στον δύσκολο ρόλο του εφηβου.

Όταν όμως η σκέψη μου πήγε στον Πάυλο, κατάλαβα πως κάθε μέρα που περνάω εδω μεσα, ειμαι ένα βήμα πιο κοντά του, αλλα όσα βήματα κάνω στην μερια του Πάυλου τόσο απομακρύνομαι απο τα παιδιά μου αλλά και απο το Μάρκο.

Αχ ο Μάρκος, αυτος ο έξυπνος νεαρός που κατάφερε να με βγάλει απο το σκοτάδι που με βύθησε ο θάνατος του Πάυλου. Αλλά πάντα είχα μία απορία. Ο Μάρκος θα πέθαινε για εμένα; Θα θυσίαζε την ζωή του για χάρη μου; Με αγαπάει τόσο όσο λέει; Όσο θέλω να ελπίζω. Και τώρα άλλο ένα σοβαρό ερώτημα. Με αγαπαει ο Μάρκος;

"Δηλαδή μανούλα θα φυγουμε;" Την έκλεισα στην αγκαλιά μου. "Ναι μωρο μου, θα πάμε όλοι μαζί σε ένα καινούριο σπίτι, σε μία καινούρια πόλη. "

"Και σε αυτή την πόλη θα πάω σχολείο;"  Την έσπρωξα λιγο ώστε να μπορώ να την δώ σε αυτά τα υπέροχα καφέ μάτια. 

 "Ναι μωρό μου. Φυσικά και θα πάς σχολείο." Την είδα σκεπτική. "Τι έπαθες πριγκίπισσα;" Ένα δάκρυ κύλησε στο μαλακό της μαγουλάκι. "Θα με κοροιδέυουν και εκεί τα παιδιά;" Με τον δείκτη του χεριού μου σκουπισα το ζεστό δάκρυ της κόρης μου. "Όχι πριγκίπισσα μου, εκεί όλα θα είναι καλύτερα." Αυτη την φορά ειναι ενθουσιασμένη. "Πότε θα φύγουμε;" Σήκωθηκα και την έβγαλα εντελώς απο την αγκαλιά μου. "Σημερα μωρο μου, τώρα. Τα παιδιά πακετάρουν ήδη τα πραγματά τους και θα φύγουμε μόλις φτιάξεις και εσύ τα δικά σου." Της έδωσα ένα φιλί στο μέτωπο και σηκώθηκα απο το κρεβάτι της Πάολας για να ετοιμαστώ και εγώ με την σειρά μου. Δεν προλαβα να φύγω και άκουσα ξανά την γλυκιά της φωνή που συνήθως ακούγεται σάν μελωδία, αλλα αυτή την φορά ήταν σαν αγκάθια να με τρυπάνε αλύπητα στα αυτιά μου. "Ο μπαμπας Μάρκος, θα έρθει;" 

𝕃𝕒𝕤𝕥 𝕥𝕚𝕞𝕖Where stories live. Discover now