26

64 10 1
                                    

"Πιάσε το χέρι μου μικρή μου. Συνεργάσου μαζί μου και θα ζήσεις." Άκουσα την φωνή του Άλκη.

Κλαίω, αλλά κρατώ ψηλά το ηθικό μου. Παλευω για τα πιστεύω μου ξεχνάω που ήμουν γυμνή και έτρεμα ακούγοντας τα παπούτσια των ανθρώπων που με πήραν, αυτό που μου συμβαίνει, αυτό το ζωώδες μαρτύριο. Ο ίδιος μου ο πατέρας με πούλησε. Με έδωσε σε αυτους. Για να πάρει εκδίκηση λεει. Να πάρει εκδίκηση απο την ίδια του την κόρη. Η μητέρα μου συνήθιζε να μου λεει "Οταν θα κάνεις παιδιά θα καταλάβεις."

Όμως εγώ έκανα παιδί. Έκανα και ακομα να καταλάβω. Πως είναι δυνατόν μια μανα να αποφασίζει πως το να μείνει μαζι με έναν άνθρωπο επικίνδυνο, που το μόνο που αποζητά ειναι το κακό μας. Πως μένεις τοσα χρόνια με έναν τέτοιο άνθρωπο.

Πως αφήνεις αυτον τον άνθρωπο να σε ξυλοκοπεί για χρόνια, έπειτα να σε βιάσει και να μείνεις ανάπυρη; 

Πως αφήνεις το μικρό σου κορίτσι να ζει με έναν τέτοιο άνθρωπο και εσυ να είσαι ανύμπορη να την σώσεις απο μια κατάσταση που ποτε δεν επέλεξε;

Έπειτα πως είναι δυνατον ενας πατέρας να αφήνει την ανήλικη κορη του με μια ανύμπορη γυναίκα, και να φύγει για πάντα απο την ζωή της; 

Πως είναι δυνατόν ενα παιδι να μεγαλωσει ένα παιδί;

Το σωματικό βασανιστήριο δεν είναι τίποτε μπροστά στο συναισθηματικό, ψυχικό βασανιστήριο.

 Ο θάνατος είναι ένα τέλος, το ψυχικό όμως βασανιστήριο δεν έχει τέλος ποτέ. 

Οι άντρες κάνουν τον πόλεμο, οι γυναίκες πληρώνουν το τίμημα...

"ΈΛΛΗ" Πετάχτηκα απο τον φόβο μου. Το χέρι μου πήγε αυτόματα πάνω απο την καρδιά μου. 

"Τι έγινε ρε Μάρκο; Γιατί φωνάζεις;" Με κοιτούσε με ύφος γεμάτο περιέργεια. "Τι να γίνει ρε μωρό μου; Σου μιλάω τόση ώρα και εσύ με αγνοείς." Αναστέναξα.

"Συγνώμη Μάρκο, σκεφτόμουν κάτι άλλο." Το βλέμμα του προδίδει την απορία του.

Στο τέλος αυτή την απορία που για λίγη παρέμενε στις σκέψεις του την εξέφρασε δυνατά. "Τι σκεφτόσουν;" Του χαμογέλασα με το πιο γλυκό και ψέυτικο χαμόγελο μου. "Τίποτα αγαπη μου. Για την αποθήκη."

Όμως εκείνος συνέχισε ακάθεκτος. "Τι σκεφτόσουν για την αποθηκη;" Νομίζω πως ήρθε η στιγμή να του ανακοινώσω τις χθεσινοβραδινές σκέψεις μου.

"Μάρκο, θεώρω πως πρέπει να μετακομίσουμε." Έμεινε έκπληκτος. "Έλλη τι λές;" Αυτο πρέπει να γίνει. "Πρέπει Μάρκο. Τα παιδιά πάντα θα κινδυνεύουν αν μείνουμε εδώ. Είναι η ζωή τους ενάντια την αποθήκη." Στην αρχή παρέμεινε σιωπηλός. Όμως, μετά φαινόταν πως ήθελε να μιλησει.

"Έλλη, το ξέρω πως όντως είναι επικίνδυνο αλλά εδώ είναι η ζωή μας. Εδώ γεννηθήκαμε. Εδώ μεγαλώσαμε. Εδώ γεννηθηκαν τα παιδιά μας." 

"'Ακριβως Μάρκο, για να ζήσουν αυτα τα έρμα πρεπει να φύγουμε απο αυτη την πόλη." 

"Έλλη, εδώ πέθανε ο Πάυλος. ΕΔΏ είναι θαμένος. Πώς θα τον αφήσω εδώ και θα πάω σε άλλη πόλη."

"Θεωρείς πως εμένα μου αρέσει αυτο; Ο Πάυλος Μάρκο είναι- βασικά ήταν ο πατέρας του παιδιού μου. Ήταν ο έρωτας της ζωής και το γνωρίζεις αυτο. Ηταν ο άνθρωπος που στα δεκαεφτά μου ορκίστηκε γαμο. Μου είχε πει μέχρι και ημερομηνία! 5 Ιανουαρίου. Τι μου λές τώρα εσύ; Ε!" Δεν απάντησε. "Μάρκο έγω θα πάρω τα παιδιά και θα φυγω απο την πόλη. Μάλιστα επρόκειτο να το κάνω σήμερα το βράδυ. Έχω ήδη βρει σπίτι στην Θεσσαλονίκη. Αν θέλεις να μας ακολουθήσεις καλος. Αν όχι, αντίο Μάρκο. Όμως να ξέρεις, τον Πάυλο τον έχω ξεπεράσει. Φυσικά και τον αγαπάω ακομα και για πάντα θα το κάνω. Αλλα εσύ εισαι αυτος που θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωη μου. Σε αγαπώ για πάντα και μια μέρα Μάρκο. Αλλα τα παιδιά μου τα αγαπω παραπανω και απο την ζωή μου. Τώρα σε παρακαλώ φύγε δίχως καμία κουβέντα." 

Του άνοιξα την πόρτα και έφυγε. Ο Μάρκος έφυγε.

𝕃𝕒𝕤𝕥 𝕥𝕚𝕞𝕖Where stories live. Discover now