Οδυνηρές Αναμνήσεις

154 12 3
                                    


Η μέρα ξεκίνησε με μια οικογενειακή εκδρομή. Ο πατέρας της, Ο Pablo Russo, αν και μέλος της μαφίας πάντα πρόσεχε και αγαπούσε την οικογένεια του. Είχε μεγάλη αδυναμία στην μοναχοκόρη του, αλλά και στην αγαπημένη του γυναίκα. Ήταν μια δεμένη οικογένεια. Κάθε Κυριακή θα περνούσαν τον χρόνο τους εποικοδομητικά όλοι μαζί με εκδρομές και εξορμήσεις πέρα απ΄τα τείχη της μαφίας, ξεχνώντας για λίγο τις ταυτότητες τους. Η μικρή Anatolia είχε πάντα χαραγμένο στα μάτια της τον θαυμασμό για τον πατέρα της.

Είχαν ξεκινήσει με το αυτοκίνητο να επισκεφθούν ένα υπέροχο ξέφωτο της Σικελίας. Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος και η μικρή νεράιδα ανυπομονούσε να παίξει με τις πεταλούδες που ζούσαν στο ξέφωτο αυτό. Μέσα στο αυτοκίνητο η μικρή τραγουδούσε χαρούμενα, ενώ το ζευγάρι συζητούσε ξέγνοιαστο. Παρά την προδοσία που έδειξε ο Pablo προς το πρόσωπο του αρχηγού εκείνος ένιωθε ανάλαφρος. Ήξερε ότι έκανε το σωστό. Το έβλεπε κάθε πρωι στα μάτια της αγαπημένης του κόρης.

Και η όμορφη ατμόσφαιρα ξαφνικά μετατράπηκε σε εφιάλτη. Καθώς περνούσαν μια μεγάλη κρεμαστή γέφυρα ένας περίεργος ήχος ρολογιού ακουγόταν μέσα στο αμάξι και ο άντρας έσμιξε τα φρύδια του προβληματισμένος. Ωστόσο, πριν καν προλάβει να αντιδράσει μια έκρηξη ακούστηκε σε όλη την πλάση θέτοντας τα πάντα σε αντίστροφη μέτρηση. Τα παιδικά αθώα μάτια της νεράιδας έβλεπαν τους γονείς της να φωνάζουν και να κλαίνε απελπισμένοι, ενώ φλόγες ξεκίνησαν να τυλίγουν την μηχανή του αυτοκινήτου και εξαπλώνονταν σταδιακά. Η μυρωδιά του καμένου σε συνδυασμό με τα λόγια των γονιών της θόλωναν τα παιδικά της μάτια.

Μην φοβάσαι μωρό μου όλα καλά θα πάνε. Θα είσαι εντάξει! Σε αγαπάμε! Όταν μεγαλώσεις πάρε εκδίκηση απ΄τον Moretti Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που της είπαν και έμελλε να μείνουν ανεξίτηλα πάνω στο δέρμα της για τα επόμενα χρόνια.

Ένιωσε τα πνευμόνια της να γεμίζουν από μια άσχημη μυρωδιά. Ο βήχας της ασταμάτητος και τα μικρά χεράκια της κρατούσαν κλειστή την μύτη της σε μια προσπάθεια να προστατευτεί. Δάκρυα έτρεχαν απ΄τα αθώα ματάκια της τα οποία είχαν τραυματιστεί άσχημα αντικρίζοντας την εικόνα των γονιών της να καταστρέφονται ολοκληρωτικά απ΄τα δεσμά της φωτιάς κρατώντας πάντα σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου.

Τα μάτια της έκλειναν σιγά σιγά προσπαθώντας να την προστατέψει ο οργανισμός της απ΄το φρικτό έγκλημα. Ένιωθε μια δυσφορία και πίστευε ότι ήταν κοντά στον θάνατο. Φοβόταν... Λίγο πριν κλείσει οριστικά τα μάτια της ψιθύρισε τα ονόματα των γονιών της σε μια προσπάθεια να τους ξυπνήσει...

Η Νεράιδα με το κρυμμένο πρόσωποWhere stories live. Discover now