Η επίσκεψη...

3.9K 267 10
                                    

"Μα Αμαντα... δε μένει κανεις στο απέναντι σπίτι...!". Τα λόγια του Άλεξ στροβύλιζαν ασταμάτητα στο μυαλό μου. Μα πως είναι δυνατόν;

Μόλλις μου το είπε αυτο, απλά τον κοίταξα απορημένη. Είχε μια σιγουριά αλλά και περιέργεια στο ύφος του. Με κοίταζε σαν να είμουν τρελή.

Μα πως μπορεί να με αμφησβιτεί;

Μη θέλοντας να δώσω συνέχεια στην συζήτησή μας, απλά του έγνεψα θετικά, του είπα πως ίσως έκανα λάθος, και βγήκα από το αμάξι του. Δεν ήθελα να τσακωθώ μαζί του. Ο Άλεξ είναι πολύ ευγενικός, έξυπνος, φιλικός... όμορφος...! Με λίγα λόγια, δεν είχα κανένα λόγο να τσακωθώ μαζί του. Ήξερα πολύ καλά ότι κάποιος έμενε απέναντι. Δεν είμαι τρελή. Προφανώς, εκείνος θα μπερδέυτηκε.

Ήμουν στην κουζίνα, και πηγαινοέφερνα πέρα δόθε το ρύζι στο πιάτο μου, σκεπτόμενη όλα όσα είχε πει ο Άλεξ.

"Αμάντα;! ΑΜΑΝΤΑΑ!; Σου μιλάω, δε με ακους;" είπε φωναχτά η μητέρα μου, διακόπτοντας τη σκέψη μου.

"εεε;" τη ρώτησα χαζεμένη. "Σε ρωτάω... πως ήταν η πρώτη σου μέρα στο σχολείο! Έκανες φίλους; Γιατί μου φαίνεσαι μουτρωμένη;" είπε η μητέρα μου με ένα ανακριτικό ύφος, το οποίο όσο και αν με εκνεύριζε, δεν είχα την αντοχή να ασχοληθώ μαζί της εκείνη τη στιγμή.

"Όλα καλα..." της είπα κοφτά. "Δε πεινάω! Παω να ξαπλώσω λίγο" ανακοίνωσα και σηκώθηκα από το τραπέζι. Οι γονείς μου και η αδερφή μου, αντάλλαζαν απορημένα βλέμματα μετξύ τους.

Αφού ανέβηκα στον πάνω όροφο, μπήκα στο δωμάτιό μου και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.

Έτσι, πλησίασα με αργά βήματα το μεγάλο και φωτεινό παράθυρο του δωματίου μου. Εστίασα το βλέμμα μου στο απένταντι σπίτι. "Μα πως είναι δυνατόν...;" ψέλισα. Προσπάθησα να κοιτάξω μέσα από τα παράθυρα, αλλά... απόλυτο σκοτάδι. Μόνο μία λύση υπήρχε για να βγάλω άκρη. Να πάω εκεί...

Άνοιξα βιαστηκά την πόρτα του δωματίου μου, και κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες, περνόντας ξανά μπροστά από την οικογένειά μου, η οποία έχοντας πλέον τελειώσει το μεσημεριανό της, μάζευε τα πιάτα από το τραπέζι.

"Για που το βαλες μικρή;" ρώτησε γεμάτος απορία ο πατέρας μου. "Μια βόλτα για να πάρω λίγο αέρα" του απάντησα και άρπαξα τα κλειδιά από το τρπεζάκι της εισόδου. "Δε θα αργήσω!" είπα και βγήκα έξω από το σπίτι, πηγαίνοντας βιαστικά προς το σπίτι της.... γειτόνισάς μου, της Αλίσσα.

Αφού διέσχισα το μονοπάτι το οποίο οδηγούσε στην κεντρική πόρτα του σπιτιού, τη προσοχή μου μου τράβηξε η απόλυτη ηρεμία που επικρατούσε. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, παρά μόνο το θρόισμα των φύλλων. Το σπίτι έμμοιαζε πράγματι σαν έρημο. Ίσως γι αυτό να νόμιζε ο Άλεξ πως δε ζούσε κανείς εκεί. Ίσως επειδή η Αλίσσα και η οικογένειά της είναι πολύ ήσυχοι και αντικοινωνικοί άνθρωποι. Ίσως δε τους αρέσει να ενοχλούν τους άλλους και προτιμούν να παραμένουν κλειστεί στους εαυτούς τους! Ίσως...

Γεμάτη αποφασιστικότητα χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού. Ο ήχος ήταν σαν και αυτούς από τις παλιές ταινίες. Προφανώς το σπίτι είναι πολύ παλίο.

Μετά απο λίγο, άκουσα την κλειδαριά της πόρτας να στρύβει, και καθώς άνοιγε, μπροστά μου εμφανίστηκε η Αλίσσα με ένα χαμόγελο στα χείλη.

Σοκαρισμένη πλέον, τα μάτια μου "έτρεχαν" πάνω στο σώμα της! Από το κεφάλι έως τα πόδια. Η Αλίσσα ήταν όντως πραγματική. Ο Άλεξ έλεγε βλακείες.

"Γεια!" μου είπε χωρίς να σβήνει αυτό το υπέροχο χαμόγελο από τα χείλη της. "Γεια... εεεεμ... συγγνώμη για την ενόχληση... απλά... ήρθα γιατί..." είπα με τρεμόμενα πόδια. "Γιατι....;". Το χαμόγελο της είχε πλέον αντικατασταθεί με ένα περίεργο βλέμμα! Δεν ήξερα τι να της πω! Είχα παγώσει! Πως μπορούσα να της πώ ότι ένας γειτονάς μου μου έιπε πως.. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙΣ!;; "Γιατί ήθελα πολύ να γνωρίσω την οικογένειά σου! Και κυρίως τη μικρή σου αδερφή! Ξέχασα να σε ρωτήσω κι όλας την προηγούμενη φορα! Πως τη λένε;" κατάφερα να πώ. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, και νομίζω πως δούλεψε, αφού με κοίταξε ξανά χαρούμενη. "Αααα! Ναι... εεεμ.. δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή.. διστυχώς! Έχουν πάει την αδερφή μου στον παιδίατρο! Αρρώστησε η χαζούλα! Χαχαχα! Την έλεγ... τη λένε Μπέλα!" είπε με ενθουσιασμό η Αλίσσα. "Αααα! Χαχαχα!! Περαστικά της! Και τι ωραίο όνομα!; Πραγματικά υπέροχο!" είπα χαμογελαστή και η Αλίσσα μου ανταπέδωσε το χαμόγελο! "Εεεμ.. ναι! Θες να περάσεις μέσα;" μου είπε ανέκφραστα! Ένιωθα πως δε το πολυήθελε. Το έλεγε απλά από ευγένεια! "Μπαα! Αστο καλύτερα! Θα έρθω να τα πούμε κάποια άλλη φορα. Φαίνεσαι και λίγο κουρασμένη..." είπα. "Εεεεμ ναι! Καθάριζα το δωμάτιό μου... και... τέλοσπάντων! Θα τα πούμε μια άλλη φορά! Ούτος ή άλλος, γειτόνισες είμαστε!" είπε και μου έκλεισε το μάτι! "Εεεεμ... ναι...;; φυσικά..." είπα και άρχισα να περπατάω προς το σπίτι μου! "Γειτόνισσες είμαστε!"... τα λογια της τριγύριζαν στο μυαλό μου. Αλλά, αν και την είδα ξανά, η απορία μου παρέμενε....

Είμαστε;;;

Να φοβάσαι το σκοτάδι...Where stories live. Discover now