Η εξαφάνιση...

3.8K 254 6
                                    

Σήμερα το πρωί ξύπνησα με το θόρυβο του κουδουνιού του σπιτιού μου. Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα γύρω μου. Δεν είχε καλά καλά ξημερώσει. Κοίταξα το ρολόι που είχα κρεμάσει στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι μου. 7:05. Ήταν 25 λεπτά πρίν χτυπήσει το ξυπνητήρι για να ετοιμαστώ για το σχολείο. Το κουδούνι ξαναχτύπησε, όμως οι γονείς μου λογικά δε το άκουγαν, αφού δε μπορούσα να ακούσω βήματα από το διάδρομο. Δεν είχαν ξυπνήσει. Ξεφύσιξα δυνατά, και έτρεξα έως την εξώπορτα. Μα ποιός χτυπάει τέτοια ώρα τα κουδούνια;

Στο κατόφλι της πόρτας στεκόταν μία αδύνατη κυρία. Πρέπει να ήταν γύρω στα 45. Τα μαλλιά της ήταν καστανά και αναστατωμένα. Κάτω από τα μάτια της είχαν σχηματιστεί μαύροι κύκλοι, ποτισμένοι από τα δάκρυά της. Το βλέμμα της ήταν χαμένο, και η ανάσα της βαριά. 

"Συγγνώμη για την ενόχληση και για το ακατάλληλο της ώρας.." είπε μέσα από τους αναστεναγμούς και τα αναφυλλητά της. "Δε πειράζει! Πείτε μου! Είστε καλά; Θα θέλατε ένα ποτήρι νερό;" είπα φανερά αναστατωμένη. Η γυναίκα φαινόταν έτοιμη να καταρεύσει. Το πρόσωπό της δε μου ήταν εντελώς άγνωστο. Προσπάθούσα να θυμηθώ που την είχα ξαναδεί... "Ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου... δε χρειάζεται!" είπε αναστενάζοντας. "Και συγγνώμη! Ξέχασα να συστηθώ μέσα στον πανικό μου... είμαι η.. Έσμεϊ Βαντεργουντ! Μένω λίγο πιο κάτω..." είπε και ακόμα περισσότερα δάκρυα άρχισαν αν τρέχουν στα μάγουλά της. Τότε τη θυμήθηκα. Την είχα δει τη μέρα που μετακομίσαμε. Μας είχε καλοσορίσει φέρνοντας στη μητέρα μου ένα πεντανόστιμο κέικ με κομματάκια σοκολάτας. Όταν την είχα γνωρίσει ήταν εντελώς διαφορετική. Ήταν χαμογελαστή και λαμπερή. Στεκόταν με περηφάνια δίπλα στην κόρη της. Της έμοιαζε πολύ. Αν και δεν είχα μάθει πολλά για εκείνη, ξέρω πως την έλεγαν Τεϊλορ και πως ήταν 14ων. Η κα. Έσμεϊ έπιασε το κεφάλι της και παραπάτησε. Προσπάθησε να στηρίξει τον εαυτό της στην ορθάνοιχτη πόρτα του σπιτιού μου. "Σας παρακαλώ!! Περάστε μέσα!" της είπα κρατώντας την από το χέρι και οδηγόντας τη στο εσωτερικό του σπιτιού μου. Οφείλω να ομολογήσω πως είχα τρομάξει. Τη συνόδεψα έως τον καναπέ του σαλονιού. Αφού την έβαλα να κάτσει, πήγα τρέχοντας έως την κουζίνα και γέμισα ένα ποτήρι μέ δροσερό νερό. Αφού της το έδωσα, κάθισα δίπλα της και περίμενα να ηρεμίσει. "Χίλια συγγνώμη για την αναστάτωση κορίτσι μου..." είπε λυπημένη. "Καμία ενόχληση! Πείτε μου τι συμβαινει.." είπα σιγανά. Εκείνη με κοίταξε στα μάτια και προσπάθησε να καθαρίσει τα δάκρυα από τα μάγουλά της. "Να... χθες το βράδι.. Η Τέιλορ, η κόρη μου... είχε βγει με κάτι φίλους της βόλτα γύρω στη γειτονιά.. και μετά... δε κατάλαβα ακριβως τι έγινε... αλλα μου είπαν πως εξαφανίστηκε ξαφνικά! Από χθες το βράδι ψάχνω... Αλλά δε τη βρίσκω πουθενά!" είπε και έσκυψε κρατόντας το κεφάλι της ανάμεστα στα τρεμουλιασμένα χέρια της. Ταράχτηκα πολύ. Δεν ήξερα τι να κάνω. Άρχισα να της χαϊδεύω απαλά την πλάτη. 

Να φοβάσαι το σκοτάδι...Where stories live. Discover now