Άνοιξα τα μάτια μου για να αντικρίσω ένα απέραντο σκοτάδι. Η μόνη πηγή φωτός ήταν το φεγγάρι το οποίο εισέβαλε στο δωμάτιο του νοσοκομείου, μέσα από το παράθυρο. Κοίταξα γύρω μου. Αδυνατούσα να ξεχωρίσω τα αντικείμενα μεταξύ τους. Το φως του φεγγαριού όμως ήταν αρκετό για να καταφέρω να διακρίνω την ένδειξη του ρολογιού που ήταν κρεμασμένο απέναντι από το κρεβάτι μου. 3:26. Βλέποντας την ώρα κατάλαβα πως θα έπρεπε να πειστρέψω στον ύπνο μου. Παρ' όλα αυτά, μου ήταν αδύνατο.
Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να σταματήσω τις σκέψεις μου ώστε να καταφέρω να αποκοιμηθώ. Αλλά τίποτα. Μου φαινόταν όλο και πιό δύσκολο. Ένιωθα πως πνίγομαι. Η ανάσα μου έβγαινε με προσπάθεια. Χρειαζόμουν λίγο αέρα. Έπρεπε να βγω για λίγο έξω από αυτό το δωμάτιο.
Σηκώθηκα αργά αργά απο το κρεβάτι μου. Φόρεσα τις παντόφλες που βρίσκονταν δίπλα από αυτό και άρχισα να προχοράω προς την έξοδο του δωματίου μου. Τα βήματά μου ήταν βαριά. Ένιωθα την κούραση να κατακλίζει ολόκληρο το σώμα μου.
Όταν άνοιξα την πόρτα, ήρθα αντιμέτωπη με κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ήξερα. Όλα τα φώτα των διαδρόμων ήταν κλειστά. Για άλλη μια φορά, η μόνη πηγή φωτός ήταν το φεγγάρι. Γύρω μου επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Δε κινούταν τίποτα. Ο μόνος ήχος που σταματούσε αυτή την ησυχία, ήταν το θρόισμα των φύλων από τον δυνατό άνεμο. Είχε καταιγήδα. Άρχια να περπατάω δειλά δειλά, ώστε να ηρεμίσω και να βρώ κάποια νοσοκόμα που ίσως εφημέρευε.
Η νεκρική σιωπή διακόπηκε για άλλη μια φορά από τον ήχο των κεραυνών. Τραντάχτηκα στο άκουσμά τους. Συνέχισα να περπατάω στους άδειους διαδρόμους. Πουθενά! Δεν υπήρχε πουθενά ούτε ψυχή. Ένιωσα πιο μόνη από ποτέ. Μα, που ήταν όλοι; Που ήταν οι γονείς μου; Μου είχαν πει πως θα έμεναν απόψε στο νοσοκομείο μαζί μου.
Ο διάδρομος στον οποίο περπατούσα τελείωσε, και κατέληγε σε αδιέξοδο. Στο τέλος του υπήρχε μία σειρά παρθύρων. Πλησίασα για να χαζέψω την καταιγήδα. Όλα τριγύρω μου μου φαίνονταν ξένα και περίεργα. Τα δέντρα λύγιζαν από τον υπερβολικό αέρα και η βροχή έπνιγε το γρασίδι. Η εικόνα ήταν τραγική.
Ένιωσα ένα ελαφρύ αεράκι να μου κινεί τα μαλλιά. Ερχόταν από πίσω μου. Γύρισα. Ένιωσα το σώμα μου να κοκαλλώνει. Τα χέρια μου έτρεμαν, και τα πόδια μου άρχισα να με εγκαταλείπουν. Λίγα μέτρα πιό μακρία, ανάμεσα στο απόλυτο σκοτάδι, μπορούσα να διακρίνω μια φιγούρα. Ήταν ψηλή, με σκουρόχρωμο μακρύ μαλί. Δεν έβλεπε το πρόσωπό της. Ήταν στραμένο προς το πάρωμα. Εκείνη άρχισε να περπατά με μικρά και αργά βήματα προς το μέρος μου. Προσπάθησα να κουνηθώ, αλλά τα πόδια μου ήταν καρφωμένα στο πάτωμα. Η φιγούρα πλησίαζε όλο και περισσότερο. 'Ενιωσα δάκρυα απόγνωσης να κυλάνε στα άγουλά μου.
Όταν είχε πλέον φτάσει πολύ κοντά μου, το φεγγαρόφωτο άρχισε να λούζει το καμουριασμένο κοκαλιάρικο σώμα της. Φορούσε ένα λευκό μακρύ νυχτικό. Τα πόδια της ήταν γυμνά. Συνέχισε να κοιτάει το πάτωμα, χωρις να μου επιτρέπει να διακρύνω το πρόσωπό της. Άκουγα τη βαριά της ανάσα.
Όταν είε φτάσει πλέον σε απόσταση αναπνοής, έμεινε ακίνητη μπροστά μου για μερικά δευτερόλεπτα. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Μπορούσα να την ακούσω.
Τότε, σήκωσε αργά το κεφάλι της. Μερικά μόλις χιλιοστά από το προσωπό μου, βρισκόταν αυτό της Αλίσσα. Ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα μου. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Τα χείλη της σχημάτιζαν ένα ελαφρύ χαμόγελο. Το δέρμα της ήταν χλωμό και φαινόταν ριτιδιασμένο. Η αναπνοή της χτυπούσε με μανία το πρόσωπό μου.
Ένα μικρό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη της. "Να φοβάσαι το σκοτάδι..." είπε με βραχνή, σχεδόν ψυθιριστή φωνή.
Τότε ένιωσα το σώμα μου να με εγκαταλείπει για τα καλά. Ένα ουρλαχτό ξέφυγε από το στώμα μου. Μετά... όλα ήταν για άλλη μια φορά μαύρα.
YOU ARE READING
Να φοβάσαι το σκοτάδι...
HorrorΗ Αμάντα Μπέρρι είναι μια 16χρονη μαθήτρια η οποία μετακομίζει με τους γονείς της και την 8χρονη αδερφή της Κόρτνεϊ σε ένα νέο σπίτι σε μια απομονωμένη γειτονία της Καλλιφόρνια. Εκεί γνωρίζει την Αλίσσα, τη γλυκιά και όμορφη γειτόνισά της, η οποία...