"Εδώ είμαστε!" είπε ο πατέρας μου σταματώντας το αυτοκίνητο μπροστά από ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι. Μπροστά από αυτό εκτεινώταν ένας τεράστιος καταπράσινος κήπος γεμάτος με λουλούδια, θάμνους και δύο τεράστια δέντρα. Νομίζω πως ήταν βελανιδιές.
Σήμερα ήταν το τραπέζι που με προσκάλεσε ο Άλεξ με σκοπό να γνωρίσω λίγο καλύτερα τους γονείς του. Ήμουν αρκετά ενθουσιασμένη. Βέβαια είναι λίγο περίεργο αφού δεν έχουμε κάποια... ιδιαίτερη σχέση με τον Άλεξ... αλλά δε με πειράζει καθόλου.
"Να προσέχεις! Καλά να περάσεις γλυκιά μου!" είπε ο πατέρας μου φιλόντας το μάγουλό μου. Του χάρισα ένα τελευταίο χαμόγελο και βγήκα από το αυτκίνητο, κρατώντας το υπέροχο κέικ σοκολάτα που είχε φτιάξει η μητέρα μου.
Ο Άλεξ μου είχε πει να μη ντυθώ επίσημα ή κάτι τέτοιο. Έτσι φόρεσα μία απλήάσπρη μπλούζα την οποία έβαλα μέσα από το τζίν παντελόνι μου. Φορούσα για άλλη μια φορά τα άσπρα converse παπούτσια μου και είχα πιάσει τα μαλλιά μου σε μία messy αλογουρά. Δε φορούσα πολύ make up, για να μη κάνω κακή εντύπωση στους γονείς του. Φορούσα απλά λίγη μάσκαρα και ρόζ lip gloss στα χείλη.
Άρχισα να περπατάω προς τη σιδερένια είσοδο του σπιτιού του. Χτύπησα διστακτικά το κουδούνι. Δε ξέρω γιατί, αλλά οφείλω να ομολογήσω πως ήμουν αρκετά αγχωμένη. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα η πόρτα άνοιξε αυτόματα διάπλτα, αποκαλύπτοντας το υπέροχο κήπο. Ήταν πραγματικά πανέμορφα. Τώρα μπορούσα να δω με λεπτομέρεια το εσωτερικό. Είχα μείνει έκπληκτη, χαζεύοντας την ομορφιά που απλωνωταν τριγύρο μου.
"Αμάντα!!!;" μία φωνή διέκοψε τη σκέψη μου. Γύρισα, και απο πίσω μου στεκόταν ο Άλεξ με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Ήταν πανέμορφος. Πραγματικά υπέροχος.
"Γεία!" είπα προσπαθόντας να επανέλθω στην πραγματικότητα. "Έχεις πραγματικά... υπέροχο σπίτι!!" είπα κοιτώντας για άλλη μια φορά γύρω μου. Εκείνος γέλασε και με φίλησε απαλά στο μάγουλο. Για να είμαι ειλικρινής, ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει 100 φορές το δευτερόλεπτο.
"Έλα.. πάμε να σου γνωρίσω τους δικούς μου!" είπε και πήρε το μικρό μου χέρι μέσα στο δικό του.
Αρχίσαμε να προχωράμε, ώσπου φτάσαμε στο πίσω μέρος της αυλής. Εκεί ήταν ακόμη πιό όμορφα. Ήταν μές στο πράσινο. Υπήρχαν συντριβανάκια που δημιουργούσαν έναν ήρεμο και χαλαρωτικό ήχο. Στο κέντρο της αυλής, υπήρχε ένα ξύλινο τραπέζι με 5 καρέκλες. Μπροστά από κάθε καρέκλα υπήρχε ένα όμορφο και περιποιημένο σερβίτσιο. Ήταν μαγευτικά.
YOU ARE READING
Να φοβάσαι το σκοτάδι...
HorrorΗ Αμάντα Μπέρρι είναι μια 16χρονη μαθήτρια η οποία μετακομίζει με τους γονείς της και την 8χρονη αδερφή της Κόρτνεϊ σε ένα νέο σπίτι σε μια απομονωμένη γειτονία της Καλλιφόρνια. Εκεί γνωρίζει την Αλίσσα, τη γλυκιά και όμορφη γειτόνισά της, η οποία...