Το 'άλλο πρωί, το φως της ημέρας μπαίνει στο δωμάτιο χτυπώντας απευθείας στα μάτια τους. Ήταν αναπάντεχη και ξαφνική επίσκεψη της Αρχοντίας στο σπίτι του Αντώνη, έτσι δεν σκέφτηκε ποτέ να κλείσει τα στόρια του δωματίου.
Ώρα επτά το πρωί, εκείνη έχει ήδη ανοίξει τα μάτια της και έχει καταλάβει που βρίσκεται, αλλά δεν θέλει να κάνει υπαρκτή την παρουσία της. Η αγκαλιά του είναι τόσο ζεστή και απαλή, που φοβάται πως ακόμα και με την παραμικρή κίνηση της θα τον ξυπνήσει και η όμορφη στιγμή τους θα τελειώσει. Ωστόσο, το ίδιο φως που ξυπνά την Αρχοντία, ξυπνά και εκείνον.
Ο Αντώνης έχοντας ξεχάσει τελείως τι συνέβη χτες, μισανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει πρώτα από όλα το ταβάνι. Έπειτα, το άρωμα της Αρχοντίας εισβάλει βίαια στα ρουθούνια του. Την κοιτάζει μια φορά, την κοιτάζει και δεύτερη, ώσπου μόλις συνειδητοποιεί τι συμβαίνει, σηκώνεται απότομα από το στρώμα.
Εκείνη ακολουθεί την κίνηση του. Στην αρχή ο Αντώνης αποφεύγει να την κοιτάζει, προτιμά να βλέπει τα πόδια του, λίγο μετά την πόρτα του δωματίου που έχει μπροστά του και έπειτα εκείνη.
Ξεφυσά...
«Πάμε κάτω...» Της λέει. Όσο εκείνος κατεβαίνει τα σκαλοπάτια η μνήμη του μπαίνει σε μια σειρά. Τίποτα δεν συνέβη, το ήξερε ότι η Αρχοντία αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του. Της επέτρεψε να το κάνει.
Η γυναίκα παρόλο που τον άκουσε, δεν κατάφερε να σηκωθεί από το κρεβάτι τόσο γρήγορα όσο εκείνος. Οι μνήμες από το κρεβάτι που μοιραζόταν μαζί του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο παρελθόν, της δημιουργούν νοσταλγία. Όχι τόσο για την σχέση που είχαν τότε, μα για την σχέση που θα μπορούσαν να αποκτήσουν αν και εκείνη έβλεπε πιο καθαρά.
Με τα λίγα και τα πολλά, καταφέρνει να σταθεί στα διό της πόδια και να ακολουθήσει εκείνον στον κάτω όροφο. Όσο περνάει η ώρα, τόσο θυμάται ότι δεν έχει σπίτι, δεν έχει κινητό, πορτοφόλι, δεν έχει τίποτα πέρα από μια βαλίτσα. Που να πάει;
Ο Αντώνης εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της. «Θέλεις καφέ;» Την ρωτάει σχετικά χαμηλόφωνα.
Εκείνη κάνει ένα θετικό νεύμα. Πηγαίνουν μαζί ως την κουζίνα. Ο άνδρας φτιάχνει από δύο καφέδες. Όσο περιμένει να βράσει το νερό, βγαίνει από την κουζίνα αφήνοντας την να αναρωτιέται για την απουσία του. Επιστρέφοντας πίσω, την πλησιάζει και δίχως εκείνη να το περιμένει της αφήνει ένα ζευγάρι με κλειδιά.
BẠN ĐANG ĐỌC
Αιθαία (Β7)
Lãng mạnΕίχε την τύχη και την ευλογία να αγαπήσει και να "υπηρετήσει" τον τόπο του σε σχετικά νεαρή ηλικία. Ο κόσμος της Καλαμάτας τον εμπιστεύτηκε με μάτια κλειστά για νεαρό δήμαρχο της πόλης. Ωστόσο, πέρα από δήμαρχος ήταν και ένας άνθρωπος που κάποια στ...