20. Τι ορίζει η μοίρα

498 58 29
                                    

Νίκη 


«Το μαγαζί γίνεται πολύ όμορφο.» σχολίασα κοιτώντας γύρω μου. Ήμασταν στην Πάτρα, υπήρχε τρομερός ανταγωνισμός απο νυχτερινά μαγαζιά αλλά μέχρι στιγμής ο Αργύρης καλά τα κατάφερνε. Βοηθούσε και πως τα πρωινά λειτουργούσε σαν καφέ βέβαια, αλλά σε λίγα χρόνια ίσως να μην είχε ούτε αυτό ανάγκη.

Η Άννα χαμογέλασε. «Πήραμε δάνειο για να το κάνουμε όμορφο. Το καλό που του θέλω να βγάλει τα λευτά του πίσω!»

«Εάν έχεις θετική σκέψη όλα καλά θα πάνε. Άλλωστε δεν μένετε σε νοίκι.»

«Ναι, μας φιλοξενεί η αδερφή του πατέρα μου, αλλά για πόσο; Είμαστε τυχεροί που έχει χώρο και διάθεση να μας φιλοξενήσει και παρότι δεν πίστευα πως θα το πω ποτέ στη ζωή μου αυτό, αλλά και που δεν έχει παιδιά Νίκη μου. Γιατί σίγουρα με τον τρόπο που φύγαμε απο το Γεφύρι στην Αθήνα δεν θα μας δεχόταν με ανοιχτές αγκάλες κανένας συγγενής. Πόσο μάλλον κάποιος που έχει την οικογένεια του.» αποκρίθηκε η Άννα. 

Είχε ένα δίκιο σε αυτό. Οι άνθρωποι ήταν απρόβλεπτοι. Και σκληροί. Ο πατέρας μου δεν ενδιαφέρθηκε ούτε να συναντήσει την κόρη που τον ψάχνει, θα έδειχνε συμπόνια σε κάποιο ανίψι του; Θα μπορούσε η θεία της Άννας να μην την δεχτεί καν. Ήταν ξεκάθαρα θέμα τύχης πως και αυτή είχε ανάγκη απο αγάπη και συντροφιά. 

«Το σπίτι της γέμισε ξανά κόσμο, αγάπη, παιδικές φωνούλες... υπάρχει κάτι καλύτερο απο αυτό;»

Η μελαχρινή κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν ξέρω. Υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν την μοναξιά τους. Την ησυχία τους. Ευτυχώς η θεία μου η Ανθή δεν ανήκει σε αυτούς.»

«Πιστεύω πως είναι το καλύτερο για όλους σας πάντως αυτή η απόφαση. Και ο Γιωργάκης γνωρίζει μια γιαγιά.»

«Ναι...» η Άννα χαμογέλασε όμως τα μάτια της ελαφρώς σκοτείνιασαν. 

Ήταν δικό μου λάθος. Δεν έπρεπε να αναφέρω αυτό το ζήτημα, γνώριζα πως ήταν πολύ ευαίσθητο και για την Άννα και για τον Αργύρη. Δεν είχαν καμία επαφή με τους γονείς τους. 

«Συγγνώμη Άννα δεν έπρεπε να το αναφέρω. Σε έφερα σε δύσκολη θέση, συγγνώμη ειλικρινά!»

«Άντε βρε! Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα που να με φέρει σε δύσκολη θέση. Είσαι ο πρώτος άνθρωπος απο τη στιγμή που έφυγα απο το χωριό μου με τον οποίο κατάφερα να ανταλλάξω δύο λόγια. Και έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια, πίστεψε με είναι πολύς καιρός!» άγγιξε τρυφερά το χέρι μου. Η Άννα ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη απο εμένα και ίσως ο πιο θαρραλέος άνθρωπος που γνώριζα μέχρι τότε. Έφυγε απο το σπίτι της, έκοψε κάθε επαφή με τους γονείς της, έκανε παιδί, δούλευε, φρόντιζε το σπίτι της και έδινε καθημερινά πολλούς αγώνες για να στηρίζει και τον Αργύρη. 

Falling HeartsWhere stories live. Discover now