Είναι από αυτά τα βράδια που βαριέμαι οικτρά. Δεν έχω τι να κάνω, δεν έχω παρέα, και δεν έχω καμία απολύτως όρεξη να κοιτάω τους τοίχους. Σαββατόβραδα συνήθως το παθαίνω αυτό, κι όταν οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι σου είναι πια σε δικό τους σπίτι με τη σχέση τους ή παντρεμένοι και με παιδιά, λιγοστεύουν οι επιλογές σου. Καλώς ήρθες στη δεκαετία των 30, γλυκιά μου. Δεν είμαι η μόνη, φυσικά όχι, αλλά όταν ανοίγεις κι αυτό το ρημάδι για να σκοτώσεις την ώρα σου και τα social media σου μοστράρουν πληθώρα φωτογραφιών και βίντεο από γνωστούς σου ή μη, που πάνε παντού, που φαίνονται να είναι συνεχώς έξω και να περνάνε τέλεια, στα club, στα κέντρα, στα εξωτερικά... Ε, όσο να ’ναι δεν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Εγώ τουλάχιστον δεν.
Το μάτι μου πέφτει σε μία φωτογραφία. Είναι αφίσα απ’ το latin πάρτι που διοργανώνει κάθε εβδομάδα η σχολή χορού που πηγαίνω, μα απόψε δεν έχω παρέα. Απ’ την άλλη... αχ, δεν μπορώ να μείνω μέσα! Αν και Κυριακή, λέω να πάω... Εξάλλου θα είναι εκεί οι δάσκαλοι, απ’ το να είμαι μόνη σε ένα δωμάτιο στα μουγκά, ας είμαι μόνη σε ένα μαγαζί με κόσμο και μουσική. Η αλήθεια είναι πως τα latin πάρτι ίσως αποτελούν τη μόνη διασκέδασή μου. Δεν έχω καλύτερο απ’ το να αγκαλιάζω τον εκάστοτε παρτενέρ μου και να χάνομαι στη μουσική. Οι αγκαλιές αυτές είναι το οξυγόνο μου.
Δεν χρειάζεται καν να ντυθώ βαριά κι ας είναι Γενάρης μήνας, εκεί μέσα πεθαίνεις απ’ τη ζέστη μετά από δυο-τρεις χορούς.
Το ταξί με αφήνει έξω απ’ το μαγαζί κι ανεβαίνω τα σκαλιά. Μέσα έχει μαζευτεί κόσμος και τα τραπέζια γεμίζουν. Ακόμη δεν βλέπω συμμαθητές μου, αλλά με πλησιάζει η δασκάλα:
«Μόνη σου απόψε; Πού είναι οι υπόλοιποι; Ο Αλέξανδρος;»
«Το έτερον χορευτικό μου ήμισυ; Δεν ξέρω, μόνη μου ήρθα απόψε, βαριόμουν σπίτι.»
«Καλά έκανες...»
Το «έτερον χορευτικό μου ήμισυ», ο Αλέξανδρος, ο καλός μου ο καβαλιέρος. Ετών 39, ένα αξιαγάπητο πλάσμα. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερο καβαλιέρο από τον Αλέξανδρο. Είναι ψηλός τόσο όσο πρέπει για να βλέπει ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μου όταν χορεύουμε και να έχει πλήρη αντίληψη του χώρου. Έχουμε πολύ καλή διαφορά βάρους, ώστε να μπορεί να με σηκώνει, γιατί εδώ που τα λέμε μπορεί να έχω ένα κανονικό βάρος, αλλά δεν με λες και πούπουλο. Νιώθω ασφάλεια στα χέρια του. Πάντα με προσέχει.
«Άλλοι δικοί μας έχουν έρθει;»
«Εδώ, έλα...», μου απαντά η δασκάλα, και πλησιάζουμε ένα από τα κρατημένα τραπέζια της σχολής. «Ο Σωτήρης είναι καινούριος, ξεκίνησε πριν τρεις εβδομάδες. Κάτσε, συστηθείτε, γνωριστείτε, χορέψτε...»
Η δασκάλα απομακρύνεται και πηγαίνει προς την πόρτα για να υποδεχτεί τον κόσμο. Αφήνω την τσάντα μου στην καρέκλα και συστήνομαι δίνοντας το χέρι. Φωνάζοντας, για να ακουστεί περισσότερο απ’ τη δυνατή μουσική του πάρτι, μου απαντά χαμογελαστός:
«Σωτήρης! Πας καιρό εσύ στη σχολή;»
«Έχω κανένα χρόνο! Καλώς ήρθες, λοιπόν! Το πρώτο σου πάρτι μαζί μας;»
«Ναι! Ήρθα να γνωρίσω και τους υπόλοιπους, να μπω λίγο στο κλίμα... Να πάρω και το κολάι...»
«Υπέροχα! Τι χορεύεις;»
«Salsa, bachata.»
«Κι εγώ το ίδιο. Είμαι και στο τμήμα του pole dancing. Ως ντάμα, να ξέρεις προσφέρομαι για εξάσκηση! Θα εξα-σκιστούμε στον χορό παρέα!»
Να, κάτι τέτοια πετάω η ρουφιάνα και δεν είναι λίγες οι φορές που με κοιτάνε με μισό μάτι, αλλά δεν φταίω εγώ που δεν έχουν χιούμορ. Δεν μπορώ να το συγκρατήσω, τι να κάνω, είναι “ταλέντο”. Εξάλλου έχω φτάσει σε σημείο να μην με ενδιαφέρει τι θα σκεφτείς κι εσύ κι ο απέναντι, κουράστηκα.
«Ναι, ναι!», γελάει. Ευτυχώς, δηλαδή ο άνθρωπος! Ξέρω, μόλις είπα πως δεν με ενδιαφέρει. Άσε με να λέω...
«Πάω να πάρω ποτάκι κι εδώ είμαστε! Επιστρέφω.»
Σηκώνομαι απ’ το τραπέζι και πηγαίνω προς το μπαρ. Παραγγέλνω το συνηθισμένο. Πίνω την πρώτη γουλιά και όσο το πικραμύγδαλο και το λεμόνι μουδιάζουν τα χείλη μου, παρατηρώ τον Σωτήρη. Είναι συμπαθητικό παιδί, γύρω στο 1,85, με καστανά κοντά μαλλιά, μούσι. Κανονικές αναλογίες σώματος. Θα μπορούσε... Αν κι έχω φάει τη φρίκη απ’ τον προηγούμενο, δεν ξέρω αν είμαι σε θέση, παρόλο που αγαπώ τους άντρες, κι ας μ’ έχουν πληγώσει.
Η προηγούμενη σχέση βλέπεις ήταν και η μοναδική “σοβαρή” που έχω κάνει ως τώρα. Από τα 18 μου περίπου, μέχρι τα 28 παρά... για βάλε. Είναι εννέα χρόνια. Ήταν εννέα χρόνια... Και μην νομίζεις πως ήταν αυτό που λένε «με την πρώτη ματιά», ήμουν τότε κι εγώ σε μία φάση “ό,τι να ’ναι”, “ελεύθερη να είμαι και δεν με νοιάζει”. Φαντάσου έκπληξη, να είσαι άντρας και να πλησιάζεις κάποια κοπέλα όμορφα, με σεβασμό και όλο το περιτύλιγμα, κι αυτή να σου λέει «εγώ δεν είμαι για σχέση, αν θες να κάνουμε σεξάκι να περνάμε καλά, έχει καλώς». Ωμό, το ξέρω. Αλλά προς υπεράσπισή μου, άλλοι άνθρωποι φρόντισαν ως τότε να με κάνουν έτσι σκληρή, ωμή και απότομη, οπότε δεν ήθελα να αφήσω κανέναν να μπει στη ζωή μου. Επέμενε παρόλα αυτά να μου στέλνει μηνύματα, ήθελε να μιλάμε, να βγαίνουμε... Είχε την υπομονή να μάθει το σώμα μου και τα κουμπιά μου, κάτι που κανείς δεν είχε αφιερώσει χρόνο να μάθει. Ίσως αυτό ήταν που τον έκανε τελικά να ξεχωρίσει και να βγει από το σακί που είχα βάλει ως τότε όλους τους άντρες. Έκανε πίσω με σεβασμό όταν κάποιες φορές με άγγιζε κι εγώ του απομάκρυνα τα χέρια προσπαθώντας ταυτόχρονα να ελέγξω τη δύσπνοια. Πήρε καιρό, αλλά μπροστά σε αυτό που ένιωσα όταν κατάφερε να με κάνει να τελειώσω... Δεν πίστευα ποτέ ότι θα υπήρχε κάποιος που θα το κατάφερνε. Εσύ θυμάσαι την πρώτη φορά που σε έκανε κάποιος να έρθεις σε οργασμό; Εγώ τον θυμάμαι. Και έκλαψα πολύ. Γιατί παίρνει καιρό να αφήσεις πίσω σου ό,τι άλλο μπορεί να σε έχει σημαδέψει, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι υπάρχει ευτυχία στην άλλη άκρη και για σένα. Ώσπου γνωρίζεις έναν τέτοιον άνθρωπο, αρχίζεις δειλά-δειλά να τον εμπιστεύεσαι και αναπόφευκτα χτίζεις τη ζωή σου γύρω του. Αυτό ήταν η σωτηρία μου, αυτό ήταν και το λάθος μου. Αφέθηκα τελείως πάνω σε κάποιον και ξέχασα ότι πριν από εκείνον ολομόναχη κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου, χωρίς τη βοήθεια κανενός.
Ένιωθα τους τελευταίους μήνες ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Καταλάβαινα ότι κάτι τελειώνει, αλλά δεν ήξερα πότε, ήταν σαν το μαρτύριο της σταγόνας. Έλειπε πολύ με τη δουλειά του, δεν ήταν τόσο θερμός. «Κάνε μου έρωτα», έλεγε όσο ήταν μέσα μου την τελευταία φορά που κάναμε σεξ. Όταν το άκουσα άρχισα να κουνιέμαι τόσο γρήγορα πάνω του, που τελείωσε μέσα σε δύο λεπτά, γιατί ήξερα ότι δεν θα υπάρξει άλλη φορά, δεν άντεχα να νιώθω τόσο έντονα ότι πρόκειται να με χωρίσει τις επόμενες ώρες και να μου ζητάει να κάνω μαζί του κάτι τόσο όμορφο, να του δώσω κάτι συναισθηματικά τόσο πολύτιμο. Η τελευταία φορά... Και ήταν ακριβώς πριν από το κλισέ «θέλω να μιλήσουμε» που είπε όσο ντυνόταν. Το πήρα ψύχραιμα όταν το ανακοίνωσε, μα του ζήτησα αυτή η συζήτηση να γίνει κάπου έξω, αλλού, όχι στο δωμάτιό μου.
Μια κυρία ήμουν, “Σουηδία”. «Έχεις ψυχολογικά, πολλή δουλειά και ελάχιστο χρόνο, ok, το καταλαβαίνω... Έχω μία γνωστή ψυχολόγο, θα σε βοηθήσει, να πας. Θέλω το καλύτερο για σένα». Δεν στερήθηκε το σεξ με άλλες γυναίκες τα τρία τελευταία χρόνια της σχέσης μας. Προτιμούσα να αποκτήσει περισσότερες εμπειρίες σ’ εκείνη τη φάση, αντί να μου κοπανήσει κάποια στιγμή στα 40 του ότι δεν έχει πάει ποτέ με άλλη και ότι με βαρέθηκε. Έτσι από κοινού είχαμε το ελεύθερο να κάνουμε σεξ με τρίτους αν θέλαμε, κάτι που στην πορεία έδειχνε να του αρέσει, καθώς όταν κάναμε σεξ μου ζητούσε να του περιγράψω με λεπτομέρειες τι μου έκανε ο τάδε ή ο δείνα, τον ερέθιζε η ιδέα του να είμαι στα χέρια κάποιου άλλου. Όχι, δεν είμαι τρελή. Θες να πεις ότι πήγαινα γυρεύοντας; Πες το, δεν με απασχολεί πλέον. Καλά να πάθω. Ήθελα όμως να νιώθει ελεύθερος, να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, να μου λέει τα πάντα, να μην έχει λόγο να κρύβεται ή να λέει ψέματα. Έτσι ένιωθα κι έτσι έκανα, κι εγώ κι εκείνος.
Και ξαφνικά σου λέει πως πρέπει να τελειώσει. Δεν θέλεις να τον βλέπεις να πνίγεται, τον αφήνεις. Όμως όταν σου λέει κι από πάνω πως φεύγει επειδή τους τελευταίους μήνες κουράστηκε να σε σηκώνει ψυχολογικά επειδή γκρίνιαζες για εκείνα τα έξτρα κιλά σου... τότε φίλη μου, σου λέει αηδίες. Ψάξε να δεις πόσος καιρός πάει που τα έχει με την καινούρια, παράλληλα με σένα. Στη δική μου περίπτωση θα ήταν κανένα τετράμηνο, αλλά επειδή ο κερατάς τα μαθαίνει τελευταίος, πήρε άλλους τρεις μήνες από τότε μέχρι να αρχίσουν να εμφανίζονται κατά διαστήματα οι κρίσεις πανικού και να γίνω κουρέλι. Ως τότε δεν είχα ποτέ τέτοιου είδους κρίσεις. Τέλος πάντων... μακριά από ’μας.
Επιστρέφω στο τραπέζι και ο Σωτήρης σηκώνει το ποτήρι του προς το μέρος μου κάνοντας μία πρόποση:
«Λοιπόν, στην υγειά μας, καλώς σας βρήκα, στη γνωριμία μας και...»
«... και του χρόνου! Χαχαχα! Και καλούς χορούς!»
«Καλούς χορούς!», πίνουμε και οι δύο απ’ τα ποτήρια μας. «Με τι ασχολείσαι;»
«Γραφιστική, σε εκδόσεις εργάζομαι. Δεν θες να ξέρεις! Εσύ;»
«Πληροφορική, σε μία εταιρεία. Πόσο είσαι;»
«Κλείνω τα 31 σε έναν μήνα. Είχα που έλεγα ότι είμαι 30 εδώ και δύο χρόνια για να το συνηθίσω!»
«Γυναίκα να προσθέτει στην ηλικία, πρώτη φορά!»
«Και με κιλά το κάνω, για να μην “παίρνω αέρα”, χαχαχα! Εσύ;»
«Θα κλείσω τα 38 τον Ιούλιο.»
«Ε, 37 να λες ακόμα. Χοντρικά μας χωρίζουν εφτά χρόνια. Μάλιστα... Πώς τα βλέπεις τα μαθήματα;»
«Καλά προς το παρόν, μου αρέσει ο χορός. Όταν αποκτήσω περισσότερη σιγουριά για το τι να κάνω με τη ντάμα, θα είμαι και καλύτερα.»
«Αχά... Και μια που το αναφέρεις, για σήκω, παίζει και ωραίο κομμάτι, αργό...»
«Μπατσατούλα, ναι, έλα να “σπάσει το ρόδι!”»
Ο Σωτήρης σηκώνεται απ’ τη θέση του και με πάει προς το κέντρο της πίστας που έχει ελεύθερο χώρο. Βάζει το χέρι του στη μέση μου με μεγάλη σιγουριά, και παρότι έχει κάνει λίγα μαθήματα και δεν έχει μεγάλη ποικιλία από φιγούρες, κάνει βήματα σωστά, με θάρρος. Μου αρέσει που δεν φοβάται, δεν ντρέπεται. Τα πολύχρωμα φώτα και η δυνατή μουσική σε κάνουν να ξεχνάς ότι υπάρχουν κι άλλοι γύρω σου. Με τραβάει κοντά του και μία ξυλώδης, πικάντικη μυρωδιά που τριγυρίζει στα ρουθούνια μου με κάνει ασυναίσθητα να πάρω βαθιά ανάσα. Ένας μικρός αναστεναγμός μου ξεφεύγει!
«Τι έπαθες;!», ρωτάει γελώντας.
«Όχι τίποτα, το άρωμα που φοράς, μου αρέσει!»
«Α, χαχα, λέω, μήπως έκανα κάτι στραβό!»
«Τίποτα στραβό! Μια χαρά όλα...»
Το κομμάτι τελείωσε κι επιστρέφουμε στο τραπέζι μας, ενώ έχουν ήδη έρθει κι άλλα άτομα απ’ τη σχολή. Η παρέα μεγαλώνει, η νύχτα μικραίνει. Δουλεύω αύριο, ξέρω ότι δεν μπορώ να μείνω πολύ ακόμα, αλλά μου αρέσει η παρέα του Σωτήρη, και να μία salsa ακόμα, κι άλλα γέλια... Μα ποιός ξυπνάει αύριο;
«Λοιπόν, Σωτήρη, καλή η παρέα σου, εξαιρετική ειλικρινά, αλλά μάντεψε ποιος πρέπει να ξυπνήσει αύριο πρωί για δουλειά...»
«Ε, λογικό... Κι εγώ θα φύγω σε λίγο. Θα σε πετύχω και στη σχολή κάποια στιγμή φαντάζομαι.»
«Θεωρητικά... Εκεί ενδιάμεσα στο pole dancing, στην salsa, στην bachata... Κάπου πάντως!»
«Δώσε μου, ρε συ, το κινητό σου, αν είναι και δεν έχεις παρέα για πάρτι να ερχόμαστε μαζί, κι εγώ μόνος μου είμαι.»
«Α, ναι! Θα χαρώ πολύ! Θα γνωρίσεις και τους υπόλοιπους εν καιρώ.»
«Αμέ, και πάρτι, και κανένα καφέ, ποτάκι... Σε ψήνει το Σάββατο να πάμε για ποτό κέντρο;»
«Ωωω... Γρήγορος, χαχα! Δεν έχω κάτι να κάνω, εκτός απροόπτου δηλαδή.»
«Ωραία, θα σου στείλω να το κανονίσουμε. Άντε, καλό βράδυ!»
«Καληνύχτα, μιλάμε!»
Κατεβαίνω τα σκαλιά του μαγαζιού και βγαίνω στον δρόμο. Πρέπει να βρω ένα ταξί. Περπατάω λίγα μέτρα πιο κάτω, ξέρω ότι πάντα βρίσκω εκεί, στην πλατεία. Ωραίος τύπος ο Σωτήρης και άμεσος. Μου αρέσει, μου έχει τραβήξει την προσοχή, δεν θα πω ψέματα. Είμαι περίεργη να δω πώς θα πάει, αν και κάτι μου λέει πως υπήρξε κάτι αμοιβαίο, απ’ την πρώτη στιγμή.
ESTÁS LEYENDO
ΤΡΙΑ ΕΝΑ
Chick-Lit«Ήξερε ότι η βραδιά δεν θα κλείσει απλά έχοντας πιει ένα ποτό. Η ατμόσφαιρα εκεί σαν να μην σε αφήνει. Σαν να σε τυλίγει ένα πέπλο ερωτικό, αέρινο με το που πατάς το πόδι σου μέσα. Σαν από αυτό το πέπλο να σχηματίζονται δύο χέρια που νοητά σου βγάζο...