ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

36 4 0
                                    

«Κλαίρη! Τελειώσατε πάνω;»
«Σε πέντε λεπτά, κύριε Σάββα!»
«Ωραία, ανεβείτε πάνω, να ξεκινήσετε με τα χέρια, και όταν τελειώσετε κατεβείτε να κάνουμε και το κούρεμα.»
Η πελάτισσα ευχαρίστησε το αφεντικό στην υποδοχή και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούσαν στο πατάρι του κομμωτηρίου. Η Κλαίρη τη χαιρέτησε ευγενικά και συνέχισε τη δουλειά της. Μία τούφα μαλλιών ξέφυγε από τον πρόχειρο κότσο που είχε κάνει για να δουλέψει, κι έπεσε μπροστά από το πρόσωπό της. Έλυσε τα μαλλιά της και τα ξαναέπιασε στο πλάι πιο γερά, με το λαστιχάκι που πάντα είχε περασμένο στο χέρι της.
Ήταν γύρω στα 23, με αμυγδαλωτά και σπιρτόζικα σκούρα καστανά μάτια. Μέτριο ύψος, κανονικά κιλά. Ευγενέστατο πλάσμα, φιλότιμο και εργατικό. Βαφόταν σπανίως και το ντύσιμό της ήταν απλό, καθημερινό. Τα all star μαύρα παπούτσια της την περπατούσαν σχεδόν παντού, στη δουλειά, στη βόλτα...
Δεν ήταν πολύς καιρός που είχε πιάσει δουλειά στο κομμωτήριο του κύριου Σάββα. Έπιαναν τα χέρια της και ρουφούσε σαν σφουγγάρι κάθε τι καινούριο που της έδειχναν. Ο κύριος Σάββας το έβλεπε αυτό κι έτσι την “έσπρωχνε” να κάνει κι άλλες διάφορες δουλειές στο κομμωτήριο, λουσίματα, βοηθός βαφείου... Μέχρι και μπούκλες την έβαλε να κάνει μια φορά σε πελάτισσα. Τον εξυπηρετούσε βλέπεις να δίνει έναν μόνο μισθό για να έχει εκτός από μανικιουρίστ και βοηθό κομμωτηρίου.
Έβλεπε ο καθένας το πόσο βαριόταν τη δουλειά αυτός ο άνθρωπος. Καθόταν την περισσότερη ώρα στην υποδοχή, χάζευε στον υπολογιστή του και σήκωνε τα λιγοστά τηλέφωνα για ραντεβού. Η γυναίκα του χτένιζε τις πελάτισσες και η υπάλληλός του έκανε κουρέματα και βαφές. Ήταν και οι τρεις τους στην ίδια ηλικία περίπου, χρόνια συνεργάτες, έτσι υπήρχε συνεννόηση μεταξύ τους. Στα 50 του χρόνια πια, με δύο γάμους κι ένα παιδί από την κάθε σύζυγο, σαν τον γέρο-λύκο που όσο κι αν μεγαλώνει δεν αλλάζει, το μάτι του “έπαιζε” εδώ κι εκεί με γλοιώδη τρόπο και έριχνε σόκιν ατάκες στις πελάτισσες, δήθεν για πλάκα, προσέχοντας πάντοτε να μην είναι μπροστά η γυναίκα του.
Η γυναίκα του αφεντικού, μια ξερακιανή με μακρύ ίσιο μαλλί και ρουφηγμένα μάγουλα, ντυνόταν με πουκάμισα, φούστες, ψηλά τακούνια και έντονο βάψιμο, λες και θα πήγαινε σε δεξίωση –σε κομμωτήριο δουλεύεις, μωρή, χαλάρωσε. Σε κοιτούσε με τα τεράστια μάτια της και μιλούσε μελιστάλακτα, ενώ έκανε «κρα» το πόσο προσποιούταν. Την ένοιαζε μόνο «το μωρό» που έφερνε συχνά μαζί της και που καμία σημασία για αυτήν δεν είχε αν το φόρτωναν καμιά φορά στην Κλαίρη να το προσέχει με τη δικαιολογία ότι δεν είχε δουλειά να κάνει εκείνη την ώρα. Σάμπως εκτός από μανικιουρίστ ήταν ταυτόχρονα και βοηθός κομμωτηρίου και καφετζού; Τουλάχιστον «το μωρό» είχε κλείσει τα 5 κι έκανε κανονικές συζητήσεις, ό,τι κι αν το ρωτούσες, έβγαζε την πιπίλα του και σου απαντούσε.
Η υπάλληλος, κι αυτή με το «σεις» και με το «σας» στις πελάτισσες, και από πίσω, στο 1 x 1 κουζινάκι, τους έσουρνε χίλια δύο όταν έφτιαχνε τον καφέ τους. Βρωμόστομη σε σημείο που σε έκανε να κοκκινίζεις από ντροπή και αμηχανία. Ακόμα και η «καλημέρα» της προς την Κλαίρη συνοδευόταν με λέξεις όπως «μωρή», «βρώμα» κι άλλα τέτοια άβολα, μα και κουβέντες για το «πράμα» της καθεμιάς, όλα δήθεν στα αστεία. Πρόστυχη. Ήταν φορές που η Κλαίρη θα ήθελε πολύ να την πιάσει απ’ το κεφάλι και να την κοπανάει στον τοίχο.
Ένιωθε παράταιρη εκεί μέσα. Όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά είχε έντονα την αίσθηση ότι ο τρόπος όλων τους ήταν λίγο... “δεύτερος”, λαϊκός, με την κακή έννοια όμως, παρόλα αυτά κατάφερε να ενταχθεί σ’ εκείνο το περιβάλλον, όσο κι αν δεν της άρεσε. Ήταν χαμαιλέοντας, όπου κι αν την έβαζες θα επιβίωνε. Έπιανε τη ζωή απ’ τα κέρατα, τίποτε δεν φοβόταν, σήκωνε τα μανίκια κι έκανε τα πάντα. Ήθελε να τα αναλαμβάνει όλα, να τα γνωρίζει όλα. Να τα δοκιμάζει όλα.
Δεν φοβόταν τις σκέψεις της και τολμούσε. Σε μάγευε το πόσο αθώα φαινόταν, μα κατά βάθος είχε έντονη περιέργεια κι ενδιαφέρον για το σεξ και ό,τι σχετίζεται με αυτό. Θαρρείς πως εξέπεμπε μόνιμα έναν ερωτισμό από φυσικού της. Η δίψα της για το καινούριο και το μη συμβατικό ξεχείλιζε μέσα απ’ τα μάτια της και δεν περνούσε απαρατήρητο από τους άντρες, τους μαγνήτιζε, άθελά της. Ξεγελούσε τόσο εύκολα το παρουσιαστικό και ο τρόπος της, ήταν χαμηλών τόνων, ένα καλό και ήσυχο κορίτσι, αλλά η ψυχή της αδάμαστη. Ήταν παρορμητική και δεν λογάριαζε αν αυτό που έκανε ήταν λάθος, της αρκούσε μόνο ότι το ήθελε, σαν τα θυμωμένα κριάρια που χτυπάνε με μανία το κεφάλι τους όπου βρουν. Μπορούσε να σχεδιάζει με κάθε λεπτομέρεια το πώς θα έκανε αυτό που λαχταρούσε η ψυχή της, έτσι ώστε να μην καταλάβει κανείς τίποτε. Ο τρόπος σκέψης της δαιδαλώδης και χαοτικός. Υπάκουγε μόνο στην καρδιά της, σε τίποτε και σε κανέναν άλλον. Αν κάποιος μπορούσε να πει λίγες λέξεις για τον χαρακτήρα της, αυτές θα ήταν «ή του ύψους ή του βάθους». Ακροβατούσε συχνά ανάμεσα στο να κάνει τα πάντα και στο να μην κάνει τίποτα.
Το μανικιούρ της πελάτισσας τελείωσε πάνω στην ώρα που το κομμωτήριο έπρεπε να κλείσει. Πέταξε τη σακούλα με τα σκουπίδια στον μεγάλο κάδο του πεζοδρομίου και ανηφόρισε με τα πόδια προς το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα και άφησε τα κλειδιά στο πάσο. Πήγε προς την κουζίνα και πάτησε ένα κουμπί στον φούρνο μικροκυμάτων. Πήρε στα χέρια της το πιάτο με τη ζεστή ομελέτα και το ρύζι με τα μανιτάρια που είχε φτιάξει το πρωί. Έφαγε στα όρθια μία μπουκιά καθ’ οδόν για τον καναπέ του σαλονιού και πήρε μια βαθιά ανάσα... Τι ωραίο πράγμα το ζεστό φαγητό μετά από μία κουραστική μέρα! Άνοιξε πρώτα την τηλεόραση για να χαζεύει κάτι όσο θα έτρωγε το βραδινό της κι έπειτα μία εφαρμογή για chat που είχε κατεβάσει στο κινητό της.
Chat για πρώτη φορά έκανε όταν πήγαινε Λύκειο. Τότε πρωτοέφτιαξε email, έμαθε για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ότι ο κόσμος μπορεί να συνομιλεί μέσω chat από όπου κι αν βρίσκεται στον κόσμο, σε αυτόν τον ξαφνικά τόσο μεγάλο κόσμο! Φαντάσου ένα μωρό που κρατάει στα χέρια του ένα καινούριο παιχνίδι, τέτοιον ενθουσιασμό είχε. Της άρεσε να μιλάει με άτομα όλων των ηλικιών, δεν ήταν επιλεκτική, έβρισκε ενδιαφέρον στο να απαντάει σε όλους και να δει τι έχουν να πουν, τι ιστορίες κουβαλάνε, τι ψάχνουν. Ας μην γελιόμαστε, οι περισσότεροι έψαχναν για ραντεβού (το λεγόμενο «real», σε αντίθεση με το «cyber»), κι αυτό η Κλαίρη το γνώριζε καλά. Ακόμα και γυναίκες πολλές φορές είχαν προσπαθήσει να της πιάσουν κουβέντα, και συνήθως κατέληγαν στο να της κάνουν προτάσεις για γνωριμία. Κάποιες φορές της είχε “γαργαλήσει” το μυαλό το πώς θα ήταν το να βγει έξω με μία κοπέλα που δεν ήταν... φίλη της. Ήξερε από πάντα φυσικά ότι έχει προτίμηση στους άντρες. Δεν είχε κάνει κάτι τρελό μαζί τους, η ίδια θα έλεγε ότι έχει κάνει τα βασικά, μα όταν αυτά τα γυναικεία μηνύματα γίνονταν πιο “αυθάδικα” και ξετσίπωτα περιγραφικά, ένιωθε τσιμπήματα και μούδιασμα κάπου χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια της.
Δεν είχε καταλάβει τίποτε σχετικά με αυτό μέχρι τα 19. Ένα καλοκαίρι με την τότε παρέα της έπαιζαν κάποιο βράδυ στην παραλία «Θάρρος ή Αλήθεια». Ας παραδεχτούμε ότι σε αυτή την ηλικία κανείς δεν νοιάζεται για την αλήθεια.
«Θάρρος», απάντησε.
«Έχεις το θάρρος να... φιλήσεις την Κυριακή;»
«Πού;;;»
«Στόμα, στόμα...»
Δεν είχε πρόβλημα, εξάλλου ήταν καλές φίλες με την Κυριακή και είχε αρχίσει να χασκογελάει κι εκείνη με το παράγγελμα των υπολοίπων. Η Κλαίρη έγειρε προς το μέρος της και τη φίλησε γρήγορα στα χείλη.
«Εεεεε, τι είναι αυτό;; Δεν είδαμε τίποτα! Και καταρχάς σιγά το πεταχτό, με γλώσσα, με γλώσσα...», διαμαρτύρονταν.
«Τι λέτε, ρε παιδιά;», απόρησαν οι δύο φίλες έχοντας ένα χαζό χαμόγελο στα πρόσωπά τους απ’ τη σαστιμάρα.
«Ε, είστε κότες τότε, πείτε καμιά αλήθεια, γι’ αυτά είστε μόνο...»
«Δεν υπάρχει περίπτωση γι’ αυτό που ζητάτε...», πρόσθεσε η Κλαίρη.
«Τουλάχιστον όχι μπροστά σε όλους», άκουσε απ’ την Κυριακή, και συμφώνησε.
«Ωραία, θα πάτε στην πίσω μεριά, αλλά θα έρθει ένα άτομο μαζί σας για να μην μας λέτε μαλακίες.»
Η Κλαίρη και η Κυριακή μοιράστηκαν ένα βλέμμα τύπου «challenge accepted» και σηκώθηκαν από την άμμο. Ένας από την παρέα τις ακολούθησε ως την τουαλέτα του κλειστού beach bar.
«Άντε, να σας δω, κωλώνετε;»
Πλησίασαν τα πρόσωπά τους διστακτικά, κλείνοντας τα μάτια τους. Η Κλαίρη ένιωσε τα χείλη της Κυριακής πάνω στα δικά της, μα δεν μπόρεσε να κάνει κάτι άλλο. Η Κυριακή ήταν αυτή που άρχισε να γίνεται πιο τολμηρή. Η γλώσσα της άγγιξε τη δική της στην αρχή ήρεμα, αλλά σταδιακά πιο έντονα, κι έπειτα απομακρύνθηκε δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλος της έκπληκτης Κλαίρης. Αφού ο “κριτής” πείστηκε για την εγκυρότητα της πρόκλησης, είπε αδιάφορα:
«Ok, αυτό ήταν, σιγά, πώς κάνατε έτσι;»
Η Κλαίρη δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Το σοκ ήταν δυνατό από την καινούρια εμπειρία. “Σιγά;”, σκεφτόταν, “Σιγά;;; Φιλήθηκα με κοπέλα..! Φιλήθηκα με κοπέλα...”, και ολοένα αναστατωνόταν. Μα πώς; Τι σύγχυση...
Μία τέτοια περίπου αναστάτωση της ερχόταν όταν μιλούσε με γυναίκες στο chat. H σκέψη μίας κοπέλας που της κάνει πράγματα χωρίς να φοράει καμία τους ρούχα την ιντρίγκαρε, ένιωθε πως ήθελε να το δοκιμάσει.
Το chat είχε συνήθως αρκετό κόσμο τις βραδινές ώρες, ό,τι έπρεπε για να σκοτώνει λίγες ώρες μέχρι να νυστάξει. Πολλά κι απόψε τα παράθυρα διαλόγων στην οθόνη του κινητού της, ένα-ένα πετάγονταν μπροστά... Μπορούσε να απαντήσει σε όποιον ήθελε. Ένα ψευδώνυμο της τράβηξε την περιέργεια.

ΤΡΙΑ ΕΝΑTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang